Εισαγωγή
Οι ύστεροι Βυζαντινοί αιώνες ήταν αναμφίβολα από τους δραματικότερους της Ελληνικής ιστορίας. Μετά από μια περίοδο ακμής και οικονομικής ευημερίας που κορυφώθηκε τα χρόνια του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Βυζαντινή αυτοκρατορία βυθίστηκε απότομα στην παρακμή εξαιτίας της διαφθοράς των διαδόχων του. Η ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Ματζικερτ το 1071, και η εκμετάλλευση των Τουρκικών επιδρομών από τις αριστοκρατικές οικογένειες για να ρίξουν τον Ρωμανό Δ' Διογένη επειδή αποτελούσε εμπόδιο στα σχέδιά τους, είναι επαρκείς ενδείξεις της κατάστασης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά το 1025.
Η πολιτική και οικονομική παρακμή του Βυζαντίου εκείνα τα έτη δεν αποτελεί μυστήριο: μετά από κάθε ακμή επέρχεται η παρακμή, και η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε ακμάσει. Σε κάθε αυτοκρατορία του κόσμου υπάρχει και διαφθορά, και αυτή βρίσκει πάντα έδαφος σε περιόδους ακμής και ευμάρειας. Η διαφθορά είναι ο κοινός παρονομαστής της παρακμής όλων των μεγάλων αυτοκρατοριών -και η Βυζαντινή δεν αποτελεί εξαίρεση.
Μετά από περίπου δύο αιώνες διακυβέρνησης ηγεμόνων που αποδείχθηκαν, για διάφορους λόγους, ανίκανοι να ανακόψουν και να αντιστρέψουν την παρακμή αυτή, η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατελύθη το 1204, όταν κατά την Δ' σταυφοροφία οι Φράγκοι με τις ευλογίες του Βατικανού και της δημοκρατίας της Βενετίας, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη σηματοδοτώντας το (προσωρινό, όπως αποδείχθηκε) τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Την κατάληψή της ακολούθησε ένα άνευ προηγουμένου πλιάτσικο στα ιερά της και όχι μόνο, που κάνει το αντίστοιχο της κατάληψης της Ζάρα δυο χρόνια νωρίτερα, στα πλαίσια της ίδιας σταυροφορίας, να ωχριά. Ο σκοπός των σταυροφόρων, ειδικά σε εκείνη την επιδρομή, ήταν καθαρά ο προσπορισμός οικονομικού ωφέλους. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι κατά την πρώτη σταυροφορία υπήρχαν θρησκευτικά και ιδεαλιστικά κίνητρα, στις επόμενες, και δη στην τέταρτη, τα κίνητρα και τα αίτια ήταν πολιτικά και οικονομικά, πράγμα που απέδειξαν περίτρανα οι Λατίνοι στις επιδρομές τους στο Βυζάντιο.
Στα εδάφη της διαλυθείσας Βυζαντινής αυτοκρατορίας ιδρύθηκαν πολυάριθμα φραγκικά και ελληνικά κρατίδια, με σημαντικότερα την Λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης και την αυτοκρατορία της Νίκαιας αντίστοιχα. Η τελευταία δεν ήταν το μόνο κρατικό μόρφωμα που διεκδικούσε την ηγεμονία επί των Ελλήνων: η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το δεσποτάτο της Ηπείρου επίσης απέβλεπαν στην ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, με τον ηγέτη της καθεμιας να θεωρεί εαυτόν νόμιμο διάδοχο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων -όπως αυτοαποκαλούνταν οι Βυζαντινοί.
Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ακολούθησε δική της ιστορική πορεία μέχρι την κατάλυσή της το 1461, ενώ οι της Ηπείρου και της Νίκαιας συνέχισαν να επιδιώκουν την επικράτηση στον ελλαδικό χώρο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έχθρα μεταξύ των αυτοκρατοριών αυτών, που ιδανικά θα συνεσπειρώνοντο εναντίον των σταυροφόρων, είτε στο όνομα της ορθοδοξίας, είτε στο όνομα κάποιου είδους εθνικής ενότητας. Δυστυχώς, οι Έλληνες πάντοτε άφηναν κατά μέρους τα όποια κοινά τους συνέδεαν όταν επρόκειτο για τοπικιστικούς και προσωπικούς ανταγωνισμούς.
Σχεδόν έξι δεκαετίες μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, την εποχή που η -βραχύβια, όπως αποδείχθηκε- Λατινική αυτοκρατορία είχε αποδυναμωθεί, ένας χαρισματικός ηγέτης ανέλαβε τα ηνία της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και εκπλήρωσε τον σκοπό των ιδρυτών της, την ανακατάληψη της πρωτεύουσας της πάλαι ποτε Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας αυτός -ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους των Βυζαντινών χρόνων- ήταν ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων, Μιχαήλ Η'.
Σε μια απ'τις πιο ταραγμένες εποχές της ανθρωπότητας, στους σκοτεινότερους αιώνες της Ευρωπαϊκής ιστορίας, ο Μιχαήλ προσπάθησε με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο όχι μόνο να αναστήσει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, αλλά και να την καταστήσει κυρίαρχη στη Μικρά Ασία. Δεδομένων των διεθνών συνθηκών, της οικονομικής κατάστασης της αυτοκρατορίας, των εχθρικών προς την αυτοκρατορία κρατών που τη περιέβαλλαν, και του κινδύνου απ'τη δύση, το εγχείρημα της επαναμετατροπής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σε κυρίαρχη δύναμη των εδαφών που κάποτε κατείχε ήταν εξαρχής καταδικασμένο σε αποτυχία.
Στη μη-επίτευξή του συνέβαλαν και οι πολιτικές κινήσεις του αυτοκράτορος, που λόγω της αδυναμίας των περισσοτέρων να κατανοήσουν τις διεθνείς συνθήκες και την έννοια της διπλωματίας, δημιούργησαν στις τάξεις του λαού όσο και των κληρικών τόση αντιπάθεια για το πρόσωπό του, που είναι απορίας άξιο πώς κρατήθηκε στην εξουσία. Επρόκειτο αναμφίβολα περί ενός δυναμικού ηγέτη με ατσάλινη θέληση και μεγάλη πολιτική οξυδέρκεια, που, όπως συμβαίνει πολλές φορές με τους μεγάλους ηγέτες, το έργο του δεν αναγνωρίστηκε όσο βρισκόταν εν ζωή.
Παρά ορισμένες άτσαλες κινήσεις του σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο και ορισμένες πράξεις αμφιβόλου ηθικής τις οποίες τέλεσε για να έρθει και να διατηρηθεί στην εξουσία, κατάφερε με τα πεπραγμένα του να εξασφαλίσει στη Βυζαντινή αυτοκρατορία άλλους δύο αιώνες ζωής. Πιθανότατα αν δεν ήταν ο Μιχαήλ αλλά κάποιος άλλος στη θέση του, η ανάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας να αποδεικνυόταν πολύ πιο σύντομη.
Η άνοδος του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου
Ως τόπος καταγωγής των Παλαιολόγων θεωρείται το Viterbo της Ιταλίας -παρόλο που δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την εν λόγω υπόθεση. Μόνη ένδειξη υπέρ της είναι το όνομα της πόλης, το οποίο έχει, στα Λατινικά, την ίδια έννοια με το επίθετο "Παλαιολόγος" (vetus verbus = παλαιός λόγος). Οι Παλαιολόγοι συναντώνται πρώτη φορά κατά τη διακυβέρνηση του Ρωμανού Δ' Διογένη (βλ. μάχη του Ματζικέρτ), όταν το πρώτο γνωστό μέλος της οικογένειας, ο Νικηφόρος, στράφηκε μαζί με άλλους εναντίον του αυτοκράτορα. Μέλη της οικογένειας έκτοτε ανέλαβαν διάφορα πόστα στα ανώτατα κλιμάκια του Ρωμαϊκού στρατού και συγκαταλέγονταν στους ισχυρότερους στρατιωτικούς της αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ δεν θα αποτελούσε εξαίρεση, και διακρίθηκε ως στρατιωτικός από νεαρή ηλικία
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Βατάτζη στη Νίκαια κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία θεωρούμενος ως συνωμότης κατά του αυτοκράτορος. Δεν μπορούμε να αποφανθούμε ως προς το κατά πόσο αληθείς ήταν οι κατηγορίες. Γεγονός είναι ότι αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων, πράγμα ωστόσο που δεν άλλαξε τη δυσπιστία της αυτοκρατορικής οικογένειας για το άτομό του. Και η οποία, τελικά, αποδείχθηκε δικαιολογημένη.
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Βατάτζη, ο Μιχαήλ υπηρέτησε στον Σελτζουκικό στρατό του Ρουμ ως μισθοφόρος, ενώ σύντομα διορίστηκε αρχηγός των χριστιανών μισθοφόρων του στρατεύματος. Όταν ο διάδοχος του Βατάτζη, Θεόδωρος Β' Λάσκαρης, εκστράτευσε κατά των Βουλγάρων, ανακάλεσε τον Μιχαήλ στη Νίκαια και τον διόρισε διοικητή της Βιθυνίας και της Νίκαιας αφήνοντας κατά μέρους τη δυσπιστία του.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας ο Μιχαήλ κατηγορήθηκε εκ νέου για συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορος, αλλά για άλλη μια φορά αθωώθηκε λόγω ελλιπών στοιχείων. Όταν ο Θεόδωρος απεβίωσε το 1258 άφησε την εξουσία στον οχτάχρονο γιο του, Ιωάννη Λάσκαρη, εκ μέρους του οποίου κυβέρνησαν, για ευνόητους λόγους, ο Γεώργιος Μουζάλων και ο Πατριάρχης Αρσένιος.
Ο Μιχαήλ εξοργίστηκε από το γεγονός αυτό. Θεώρησε ότι, κατέχοντας τη διόλου ασήμαντη θέση του διοικητή της Νίκαιας, έπρεπε αν όχι να στεφθεί ο ίδιος αυτοκράτωρ, σίγουρα να κυβερνήσει εκ μέρους του Ιωάννη. Με την επιρροή που είχε ο Μιχαήλ στο στράτευμα ο Μουζάλων δεν επέπρωτο να κυβερνήσει επί μακρόν.
Στο μνημόσυνο του Θεοδώρου ένα εξαγριωμένο πλήθος στρατιωτών εισέβαλε στη μονή όπου βρίσκονταν οι αδερφοί Μουζάλωνες και τους δολοφόνησε με απίστευτη αγριότητα. Ήταν τέτοιο το μένος του πλήθους εναντίον τους που τα κομμάτια του Γεωργίου έπρεπε να μαζευτούν αργότερα σε σάκο για να ταφεί. Είχε προηγηθεί η δολοφονία του γραμματέως του Μουζάλωνος, τον οποίον πέρασαν για τον ίδιο, και όταν συνειδητοποίησαν το λάθος τους εξαγριώθηκαν ακόμα περισσότερο απ'ο,τι πριν, όταν τον γιουχαραν μόλις πλησίασε τον τάφο του Θεοδώρου.
Η οργή των στρατιωτών οφειλόταν πιθανότατα στο ότι δεν τους έδωσε τα χρηματικά ποσά που έδιναν συνήθως οι προσφάτως στεφθέντες αυτοκράτορες ή αυτοί που κυβερνούσαν εκ μέρους τους. Αλλά θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι το πλήθος υποκινήθηκε από τον Μιχαήλ, ο οποίος αργότερα
κυβέρνησε εκ μέρους του Ιωάννη, φυλακίζοντας όσους διαφώνησαν με την προαγωγή του στη θέση του Μεγάλου Δούκα και του Δεσπότη.
Σύντομα (τέλη 1258 ή αρχές 1259) προέβαλε την αξίωση να κυβερνήσει ως πρώτος αυτοκράτορας και ο Ιωάννης ως δεύτερος. Στα μάτια πολλών επρόκειτο περί πραξικοπήματος, αλλά ο Μιχαήλ είχε με το μέρος του το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και του κλήρου και ο Αρσένιος αναγκάστηκε να ενδώσει στην εν λόγω αξίωση, παρά τη διαφωνία του.
Οι αριστοκράτες αποδέχθηκαν με ενθουσιασμό την άνοδο του Μιχαήλ στη θέση του συναυτοκράτορος. Ο Πατριάρχης τον έστεψε με την προϋπόθεση να κρατήσει τη θέση μέχρι την ενηλικίωση του Ιωάννη. Σύντομα καθαιρέθηκε λόγω αντιπαλότητας με τον νέο αυτοκράτορα και θα αναλάμβανε εκ νέου τη θέση του Πατριάρχη το 1261.
Σίγουρα τα πράγματα δεν ήταν απλά, καθώς το δεσποτάτο της Ηπείρου με τις συμμαχίες που είχε συνάψει με τα λατινικά κρατίδια της κυρίως Ελλάδας και δυτικούς ηγέτες όπως τον Μανφρεντ της Σικελίας, αποτελούσε κίνδυνο για την αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά σίγουρα ήταν πιο απλά απ'ό,τι για προηγούμενους ηγέτες.
Φοβούμενος μια επερχόμενη ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ο δεσπότης της Ηπείρου, Μιχαήλ Β' Δούκας, προσέγγισε το πριγκιπάτο της Αχαΐας και τον Μανφρεντ της Σικελίας για να στραφεί ενάντια στην αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ο Μιχαήλ της Ηπείρου δεν μπορούσε να δεχθεί ότι επίκειτο η ανακατάληψη της Πόλης από άλλον και ήθελε πάση θυσία να την αναβάλει ή να την ματαιώσει. Έτσι, αφότου πάντρεψε τις κόρες του με μέλη των βασιλικών οικογενειών των Χοχενστάουφεν της Σικελίας και των Βιλλεαρδουίνων της Αχαΐας, στράφηκε εναντίον του Παλαιολόγου.
Να σημειωθεί ωστόσο ότι ο Μάνφρεντ είχε επιτεθεί εναντίον του και είναι πιθανό να πάντρεψε τη κόρη του με εκείνον για να απαλλαγεί απ'την έχθρα του. Γεγονός όμως είναι ότι εκμεταλλεύτηκε τη συμμαχία για να στραφεί ενάντια στους Νικαιάτες.
Λόγω των διαμαχών με τους Γουέλφους, την αντιγερμανική παράταξη της Σικελίας, ο Μανφρεντ δεν μπόρεσε να του στείλει παρά 400 πάνοπλους ιππότες. Αναλογιζόμενοι την συντριπτική ήττα που υπέστησαν 5000 Έλληνες από περίπου 500 Φράγκους ιππότες κατά την μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα το 1205, οι 400 ιππότες που απέστειλε ο Μανφρεντ μάλλον θα ηδύναντο να προξενήσουν βαριές απώλειες σε έναν στρατό πεζών -ακόμα και αν ήταν καλά εξοπλισμένος.
Η οικονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας επέτρεπε στον Παλαιολόγο την εξαγορά μισθοφόρων. Οι τελευταίοι επρόκειτο να είναι κατά κύριο λόγο Σελτζούκοι. Αφότου τους πρόσθεσε στο στράτευμά του κινήθηκε προς τη βόρεια Ελλάδα με σκοπό να χτυπήσει το στράτευμα του Μιχαήλ της Ηπείρου και των συμμάχων του προτού εισβάλλουν σε εδάφη των Νικαιατών.
Όταν οι σύμμαχοι κινήθηκαν προς τη Θεσσαλία οι Νικαιάτες υποχώρησαν, προφανώς επειδή ο Ιωάννης Παλαιολόγος -αδερφός του Μιχαήλ που είχε αναλάβει την καθοδήγηση του στρατεύματος- σκόπευε να τους χτυπήσει σε σημείο στο οποίο θα είχε το στρατηγικό πλεονέκτημα, αλλά και επειδή πόνταρε, κατόπιν συμβουλής του αδερφού του, στο ότι θα ξεσπούσαν αντιδικίες μεταξύ των συμμάχων. Και τελικά ξέσπασαν.
Η συμπεριφορά των Φράγκων ιπποτών απέναντι στους Ηπειρώτες ήταν απίστευτα αλαζονική, καθώς τους θεωρούσαν απόλεμους και εξαρτημένους από τους ίδιους. Εκτός αυτού, ο Μιχαήλ της Ηπείρου φοβόταν ότι ο Μάνφρεντ της Σικελίας -ο οποίος είχε βλέψεις στα εδάφη του- θα στρεφόταν αργά ή γρήγορα εναντίον του, και η αντιπάθεια που έτρεφαν οι Έλληνες και οι Φράγκοι ο ένας για τον άλλον λόγω θρησκευτικών διαφορών δεν άφηνε πολλά περιθώρια αγαστής συνεργασίας. Η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα στους συμμάχους κλόνισε τη συνοχή του στρατεύματος.
Έχοντας επίγνωση της αριθμητικής υπεροχής των Φράγκων, ο Ιωάννης Παλαιολόγος εκμεταλλεύθηκε τον ψυχολογικό παράγοντα για να κερδίσει τη μάχη. Όταν οι δυο στρατοί πλησίαζαν ο ένας τον άλλον στη Πελαγονία (κατά πάσα πιθανότητα κοντά στη σημερινή Καστοριά), ανάγκασε τους ντόπιους να παραταχθούν μαζί με τα κοπάδια τους δίπλα στο στράτευμά του ούτως ώστε να δώσει στους Φράγκους την εντύπωση ότι υπερέχει αριθμητικά.
Παράλληλα, έστειλε έναν δήθεν αυτόμολο στους αντιπάλους του, ο οποίος πληροφόρησε τους ηγέτες τους ότι οι Νικαιάτες ήταν περισσότεροι και καλά εξοπλισμένοι. Ο ίδιος αυτόμολος, πληροφόρησε κατ'ιδίαν τον Μιχαήλ της Ηπείρου ότι οι Φράγκοι είχαν κλείσει μυστική συμφωνία με τους Νικαιάτες και επρόκειτο να τους επιτεθούν. Το τέχνασμα πέτυχε.
Ο Μιχαήλ Δούκας αποχώρησε από το πεδίο της μάχης (η οποία σε στρατιωτικό επίπεδο μέχρι τότε περιοριζόταν σε αψιμαχίες μεμονωμένων τμημάτων) μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του τη νύχτα που πληροφορήθηκε την υποτιθέμενη "συμμαχία" των Νικαιατών με τους Φράγκους. Οι Φράγκοι, διαπιστώσαντες την φυγή του, προσπάθησαν να φύγουν και οι ίδιοι αλλά ήταν αργά: τα στρατεύματα του Ιωάννη τους επιτέθηκαν κατά την υποχώρηση. Όσοι δεν σκοτώθηκαν παραδόθηκαν στους Νικαιάτες. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, κυβερνήτης της Αχαΐας.
Επρόκειτο για μια τεράστια επιτυχία των Νικαιατών. Απέδειξαν στους ορθόδοξους πληθυσμούς της κυρίως Ελλάδος ότι οι αιρετικοί Φράγκοι δεν ήταν ανίκητοι, και η πεποίθηση ότι επίκειτο η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης εδραιώθηκε. Τίποτα δεν σταματούσε πλέον τον Μιχαήλ.
Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο Μιχαήλ χρησιμοποίησε μεγάλο στράτευμα αλλά η απόπειρα απέτυχε παταγωδώς. Είναι πιθανό οι ισχυρισμοί του Ακροπολίτη να οφείλονται σε μεροληψία υπέρ του Μιχαήλ, και η προσπάθεια να παρουσιαστεί ως μικρότερη η αποτυχία να είναι απόρροιά της. Γεγονός είναι ότι ο Μιχαήλ δεν κατάφερε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη το 1260.
Παρόλα αυτά ήταν αποφασισμένος να αναστήσει την Βυζαντινή αυτοκρατορία -και δεδομένης της οικονομικής κατάστασης των αυτοκρατοριών αυτή ήταν η ευκαιρία του. Μια ανακατάληψη της Πόλης θα του εξασφάλιζε τεράστια επιρροή στον ελλαδικό χώρο και εδραίωση της εξουσίας του, καθώς όποιος και αν στρεφόταν εναντίον του θα έβρισκε απέναντί του όσους θα τον θεωρούσαν απελευθερωτή της πάλαι ποτέ πρωτεύουσας των Ρωμαίων.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τα χρόνια της Νίκαιας άλλαξε η εθνική συνείδηση των Βυζαντινών. Ενώ μέχρι πρότινος θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές των Ρωμαίων (εξού και το "Ρωμιός"), μετά τον 12ο αιώνα άρχισαν να θεωρούνται απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι, από εκεί που μέχρι πρότινος ο όρος "Έλλην" ήταν ύβρις και συνυφασμένος με την ειδωλολατρεία, άρχισε να αντιμετωπίζεται ως προσδιορισμός εθνικής καταγωγής.
Ο Μιχαήλ, λοιπόν, επρόκειτο να καταστήσει τους ρωμιούς ή Έλληνες κυριάρχους της Κωνσταντινουπόλεως. Θα επιστράτευε όμως και πολιτικά μέσα.
Στη Λατινική Κωνσταντινούπολη τη μεγαλύτερη επιρροή, οικονομικά, την είχαν οι Βενετοί, και μεγάλο μέρος της αριστοκρατίας των Λατίνων είχε βενετική προέλευση. Η Λατινική αυτοκρατορία ήταν από τα σημαντικότερα συμμαχικά κράτη της Βενετίας -αν όχι οικονομικά υποτελές της. Τον σπουδαιότερο αντίπαλο των Βενετών αποτελούσαν οι Γενουάτες λόγω των συγκρουόμενων οικονομικών συμφερόντων, καθώς τόσο οι μεν όσο και οι δε απέβλεπαν σε ναυτική κυριαρχία επί της Μεσογείου. Έτσι, προκειμένου να εξασφαλίσει σύμμαχο από τη δύση, ο Μιχαήλ στράφηκε προς αυτούς -μια από τις πιο άτσαλες πολιτικές του κινήσεις όπως φάνηκε εκ των υστέρων.
Συμφώνησε να τους παραχωρήσει το μονοπώλιο του εμπορίου σε όλα τα εδάφη που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του (και όσα θα βρίσκονταν σε μεταγενέστερες περιόδους) απαλλάσσοντάς τους από την υποχρέωση να καταβάλλουν τέλη, και να συνδράμει στρατιωτικά σε περίπτωση πολέμου εναντίον τους, με αντίστοιχη, φυσικά, δέσμευση εκ μέρους των Γενουατών. Εν προκειμένω εξαιρέθηκαν ο Πάπας και ορισμένοι σύμμαχοι της Γενουας. Οι Γενουάτες παραχώρησαν στον αυτοκράτορα έναν στόλο εξήντα πλοίων σε αντάλλαγμα και η συμφωνία όριζε πως σε περίπτωση πολέμου όφειλαν να παράσχουν τουλάχιστον επιπλέον πενήντα πλοία.
Ο Μιχαήλ είχε, ουσιαστικά, ανταλλάξει τη βοήθεια των Γενουατών σε περίπτωση πολέμου με ζημίωση για την αυτοκρατορία, και ουσιαστικά παραχώρηση της οικονομικής ισχύος των ντόπιων εμπόρων στους αντίστοιχους Γενουάτες, οι οποίοι πλέον θα δραστηριοποιούνταν οικονομικά σε αυτήν με μεγαλύτερη ευκολία από τους Έλληνες (και μη-Γενουάτες εν γένει). Τα έξοδα και οι τυχόν απώλειες για εκείνους θα ήταν στο εξής πολύ περιορισμένα.
Η υπογραφή της συνθήκης του Νυμφαίου το 1261 ήταν μια από τις πιο άστοχες κινήσεις του Μιχαήλ σε πολιτικό επίπεδο. Χωρίς να έχει πραγματικά ανάγκη τη βοήθεια των Γενουατών, τους παραχώρησε υπέρμετρα πολλά δικαιώματα στον εμπορικό και ναυτιλιακό τομέα θεωρώντας ότι θα ανακαταλάμβανε την Κωνσταντινούπολη με τη συνδρομή του δικού τους στρατεύματος. Έσφαλε όμως, καθώς η Πόλη επρόκειτο να καταληφθεί με μάλλον ανορθόδοξο τρόπο.
Ο -αρχικά διστακτικός- Στρατηγόπουλος, πήρε την απόφαση να εισβάλει τη νύχτα στην Κωνσταντινούπολη κατά παράβαση των εντολών του Μιχαήλ, όταν ανακάλυψε ένα υπόγειο πέρασμα που οδηγούσε στο εσωτερικό των τειχών. Ένα τμήμα των αντρών του, υπό την κάλυψη του σκότους, μπήκε στην Κωνσταντινούπολη από αυτό, έσφαξε τους αιφνιδιασμένους φύλακες των τειχών και άνοιξε μια από τις πύλες για να εισέλθει και το υπόλοιπο στράτευμα.
Όταν οι Λατίνοι συνειδητοποίησαν πως οι Νικαιάτες είχαν μπει στη Πόλη ήταν αργά. Την ώρα που το Βυζαντινό στράτευμα εισέβαλλε στη Πόλη, ο Βαλδουίνος Β' (ο αυτοκράτορας των Λατίνων), (κυριολεκτικά) κοιμόταν, και όταν ειδοποιήθηκε από τους αυλικούς του προτίμησε να να μαζέψει τα πράγματά του αντί να οργανώσει αντεπίθεση. Μπήκε σε πλοίο και έφυγε για την Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα προτού η Πόλη κυριευτεί εξ'ολοκλήρου.
Οι Λατίνοι της Κωνσταντινούπολης έσπευσαν, πανικόβλητοι, προς τον Κεράτιο κόλπο ελπίζοντας ότι οι ναύτες τους θα επέστρεφαν έγκαιρα, ενώ άλλοι κρύφτηκαν στα μοναστήρια, καθώς οι Έλληνες κάτοικοι της Πόλης ενώθηκαν με το στράτευμα του Στρατηγόπουλου. Οι άντρες του τελευταίου προσπάθησαν να βάλουν φωτιά στο λιμάνι για να μην μπορέσουν να σωθούν οι Λατίνοι, αλλά ο στόλος των τελευταίων ήρθε έγκαιρα και μετέφερε τους κατοίκους σε άλλες περιοχές. Όσοι δεν μπόρεσαν να μπουν στα πλοία κατέφυγαν στα μοναστήρια. Η Λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης είχε καταλυθεί.
Το ξημέρωμα της 25ης Ιουλίου του 1261 βρήκε την Κωνσταντινούπολη υπό Ελληνική κυριαρχία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εναπομείναντες Φράγκοι δεν σφαγιάσθηκαν από τους Έλληνες.
Χάρη στη τύχη και την τόλμη του Αλεξίου Στρατηγόπουλου, ο Μιχαήλ κατέστη παντοδύναμος κυρίαρχος των Ελλήνων και όχι μόνο. Στα μάτια των ορθοδόξων, ήταν ο νικητής των αλλόπιστων Φράγκων και εκείνος που ανέστησε την ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αυτό επρόκειτο να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διατήρησή του στην εξουσία, καθώς τα επόμενα χρόνια θα έπαιρνε αποφάσεις που θα τον καθιστούσαν κάθε άλλο παρά αρεστό στα μάτια του λαού και του κλήρου.
Ο Μιχαήλ Η' αυτοκράτορας του Βυζαντίου
Ο Πατριάρχης Αρσένιος άφησε κατά μέρους τη δυσαρέσκεια που έτρεφε για τον Μιχαήλ επειδή επρόκειτο, πρακτικά, για σφετεριστή της εξουσίας του Ιωάννη Λάσκαρη, και τον έχρισε αυτοκράτορα. Ο μόλις δύο χρονών γιος του, Ανδρόνικος, στέφθηκε συναυτοκράτορας του Μιχαήλ και ο Λάσκαρης παραμερίστηκε. Το όνομά του ούτε καν αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια των τελετών της στέψης και όλα έδειχναν πως σύντομα θα έπεφτε.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Μιχαήλ, που είχε κλείσει στη φυλακή ή εξορίσει ολόκληρες οικογένειες που τάχθηκαν με το μέρος του Ιωάννη Λάσκαρη, διέταξε την τύφλωσή του (την ημέρα, μάλιστα, των γενεθλίων του) και τον περιορισμό του σε μοναστήρι. Η πράξη του αυτή οδήγησε σε σοβαρές εσωτερικές έριδες, ωστόσο η δυναστεία των Παλαιολόγων εγκαθιδρύθηκε, παρά τις όποιες αντιξοότητες.
Σίγουρα ο Μιχαήλ δεν ανέβηκε στην εξουσία με θεμιτά μέσα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν ένας κοινότατος σφετεριστής που τον ευνόησαν οι συγκυρίες -ότι εκμεταλλεύτηκε το επίτευγμα του Στρατηγόπουλου για να γίνει αποδεκτός και κατόπιν έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο. Παρόλο που αυτό αληθεύει, ο Μιχαήλ στη πορεία αποδείχθηκε δυναμικός ηγέτης, και η δυναστεία που ίδρυσε έδωσε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία άλλα διακόσια χρόνια ζωής.
Η αλήθεια είναι ότι οι Παλαιολόγοι δεν ήταν νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου και ότι η εξουσία ανήκε, δικαιωματικά, στους Λασκαρίδες. Λόγω των γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά τους επόμενους δύο αιώνες, οι Παλαιολόγοι ηρωοποιήθηκαν ως οι τραγικές μορφές που αγωνίζονταν για να κρατήσουν την αυτοκρατορία στη ζωή, το τελευταίο προπύργιο ενάντια στην Ισλαμική λαίλαπα προτού πέσει η Κωνσταντινούπολη. Και αυτό αληθεύει. Αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι βρέθηκαν στην εξουσία χάρη στις ενέργειες ενός σφετεριστή.
Οι Παλαιολόγοι, λοιπόν, επρόκειτο να διατηρηθούν στην εξουσία μέχρι την κατάλυση του Βυζαντινού κράτους. Οι εποχές που θα μεσολαβούσαν θα ήταν οι σκληρότερες της ιστορίας της αυτοκρατορίας και το όνομα των Παλαιολόγων θα συνδεόταν με την ηρωική προσπάθεια των Ελλήνων να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, ανεξάρτητα από το πώς ανέβηκε ο Μιχαήλ στην εξουσία.
Ο προαναφερθείς είχε να αντιμετωπίσει σοβαρότατα προβλήματα, τόσο όσον αφορά την εσωτερική, όσο και την εξωτερική πολιτική. Οι εσωτερικές έριδες, η διχόνοια στην εκκλησία και οι θρησκευτικές διαμάχες, η απειλή από τη δύση και, κυρίως, του φοβερού Καρόλου του Ανζού (ή Ανδεγαυού), θα χαρακτήριζαν τις διακυβέρνηση του ιδρυτή της δυναστείας των Παλαιολόγων, καθιστώντας την μια από τις πιο κρίσιμες των χιλίων χρόνων ιστορίας του Βυζαντίου.
Όσο για τον Ιωάννη Λάσκαρη, επρόκειτο να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του τυφλός σε μοναστήρι. Ο γιος και συναυτοκράτορας του Μιχαήλ, Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος, θα τον συναντούσε στα βαθιά του γεράματα ζητώντας του ταπεινωμένος συγνώμη εκ μέρους του πατέρα του για τη φριχτή του πράξη. Θα ήταν όμως αργά.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που ταλάνιζε τον Μιχαήλ, ωστόσο, δεν ήταν η κατάσταση της Κωνσταντινούπολης, αλλά το ενδεχόμενο μιας μεγάλης αντεπίθεσης των δυτικών. Τα αντίπαλα κρατίδια του ελλαδικού χώρου, Λατινικά και Ελληνικά, από μόνα τους δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο κίνδυνο. Οικονομικά παρηκμασμένα καθώς ήταν, και με αδυναμία σχηματισμού αξιόλογης στρατιωτικής δύναμης ή έστω συμμαχίας, όπως αποδείχθηκε στη Πελαγονία, δεν επρόκειτο να επιτεθούν στους Έλληνες. Τι θα συνέβαινε όμως στη περίπτωση στρατιωτικής και οικονομικής υποστήριξης από τον Πάπα και τις δυτικές δυνάμεις;
Η επαναποίκιση της Κωνσταντινούπολης δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια εκ μέρους του Μιχαήλ. Όταν γνωστοποιήθηκε η ανάκτησή της, τα συρρεύσαντα πλήθη των Μικρασιατών και όχι μόνο ήταν αρκετά για να υπερδιπλασιάσουν τον πληθυσμό της. Ο Μιχαήλ ενεθάρρυνε Γενουάτες εμπόρους και στρατιωτικούς να κατοικίσουν στη πόλη, παραχωρώντας τους μάλιστα το παλάτι των Βενετών. Παρότρυνε τους απογόνους των ευγενών της Κωνσταντινούπολης πριν τη σταυροφορία να διεκδικήσουν τους πατρικούς τους οίκους και μετέφερε Τσάκωνες από τη Πελοπόννησο για να αυξηθεί περαιτέρω ο πληθυσμός.
Η ανοικοδόμησή της επίσης δεν αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα. Αρχικά ο Μιχαήλ επικεντρώθηκε στην ανοικοδόμηση των ναών και των δημοσιων κτιρίων, και έπειτα στην της υπόλοιπης Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα άρχισαν οι προσπάθειες σχηματισμού Βυζαντινού στόλου και λήψης μέτρων για τη περίπτωση μακροχρόνιας πολιορκίας.
Όντας ένας από τους λίγους ηγέτες της εποχής του που κατανοούσαν καλά την έννοια της διπλωματίας, προσπάθησε να συνάψει συμμαχίες με όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη, πέρα από τη Δημοκρατία της Γένουας. Πρότεινε στον Μάνφρεντ της Σικελίας να παντρευτεί την αδερφή του, Άννα, αλλά αρνήθηκε λόγω της δογματικής διαφοράς. Τον ίδιο καιρό, πάντρεψε την ανιψιά του, Άννα Παλαιολογίνα-Καντακουζηνή, με τον γιο του Μιχαήλ Β' Δούκα-Κομνηνού, Νικηφόρο, εξασφαλίζοντας έτσι συμμαχία με το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Την ίδια περίπου περίοδο συνήψε συμμαχίες με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου και αργότερα με το χανάτο της χρυσής ορδής (με το οποίο, βέβαια, αναγκάστηκε να συμμαχήσει λόγω της ήττας του το 1265 στη Θράκη από Μογγολικά στρατεύματα).
Τα σοβαρά προβλήματα για τον Μιχαήλ θα άρχιζαν όταν θα συνειδητοποιούσε την αναγκαιότητα σύναψης συμμαχίας και με τον Πάπα -εν μέσω μάλιστα εσωτερικών διαμαχών. Οι εσωτερικές αυτές διαμάχες θα ήταν απόρροια της αντίθεσης του κλήρου στο πραξικόπημα του Μιχαήλ.
Η τύφλωση και η εξορία του Ιωάννου Λάσκαρη οδήγησε στη πρώτη μεγάλη σύγκρουση του Μιχαήλ με το πατριαρχείο: ο Αρσένιος αφόρισε τον Μιχαήλ Παλαιολόγο και πρακτικά απεσύρθη από τα της εκκλησίας, παραμένοντας μόνο κατ'όνομα πατριάρχης. Παρόλα αυτά δεν απαγόρευσε στον αυτοκράτορα να κοινωνεί και να συμμετέχει στα ιερά της εκκλησίας, και ο Μιχαήλ νόμιζε ότι ο αφορισμός είχε πιότερο συμβολικό χαρακτήρα και ότι σύντομα θα ανακαλούνταν. Έτσι, επέλεξε να ασχοληθεί με την ανάκτηση της κυρίως Ελλάδας και στράφηκε το 1263 ενάντια στο πριγκηπάτο της Αχαΐας με τη βοήθεια των Γενουατών.
Οι Γενουάτες θα αποδεινύονταν προβληματικός σύμμαχος. Καταρχάς, μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και αφότου συνέρρευσαν κατά χιλιάδες σε αυτή, απέκτησαν ίδια επιρροή στους Βυζαντινούς με εκείνη που είχαν οι Βενετοί στους Λατίνους: η οικονομία της Πόλης εξαρτάτο από εκείνους, γίνονταν αλαζονικοί, και οι Έλληνες έμποροι παραμερίζονταν από τους δικούς τους. Η μαζική συρροή των Γενουατών στη Πόλη έπαιρνε ανησυχητικές διαστάσεις δεδομένης της επιρροής τους. Οι Βυζαντινοί τελικά όχι μόνο είχαν οικονομικές απώλειες, αλλά οι δογματικές διαφορές ανάμεσα σε αυτούς και τους Γενουάτες τους έκαναν να αμφισβητήσουν τον συνάψαντα τη συμμαχία με εκείνους.
Εκτός αυτού όμως, οι Γενουάτες δεν έδειχναν ιδιαίτερα πρόθυμοι να στραφούν ενάντια στα Λατινικά κρατίδια της κυρίως Ελλάδος. Για την ακρίβεια, δεν πήραν καν τα πρέποντα μέτρα για την αντιμετώπιση των Βενετικών πλοίων που περιπολούσαν στο Αιγαίο. Όταν τελικά αναγκάστηκαν να στραφούν ενάντια στους Λατίνους, οδήγησαν τον Βυζαντινο-Γενουατικό στόλο σε ήττα στη μάχη του Σεττεπότσι (Σπέτσες), καθώς κατέφθανε στη Μονεμβασιά για να αντιμετωπίσει τον Γουλιέλμο.
Η ήττα αυτή σε συνδυασμό με την αλαζονεία τους έκανε τον Μιχαήλ να αναθεωρήσει το κατά πόσον οι Γενουάτες αποτελούσαν αξιόπιστο σύμμαχο και να ζητήσει την αποχώρηση του στόλου τους από την Κωνσταντινούπολη. Αφορμή στάθηκε η συνωμοσία κάποιου Γουλιέλμου Γκουέρτσιο (Guglielmo Guercio) να παραδώσει τη Πόλη στις δυνάμεις του Μάνφρεντ (όστις είχε αρνηθεί τη συμμαχία με τον Παλαιολόγο και παρέμενε εχθρός τους). Έτσι, μετά από τρία χρόνια συμμαχίας που οι Βυζαντινοί είχαν πληρώσει με οικονομικές απώλειες και εσωτερικές διαφωνίες, οι σχέσεις με τους Γενουάτες διακόπηκαν. Στο μεταξύ ο Μιχαήλ θα αποπειράτο να ανακτήσει την κυρίως Ελλάδα, ξεκινώντας από την Πελοπόννησο.
Αξίζει να εξετάσουμε τη σύγκρουση των Βυζαντινών με τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο.
Ο Πάπας Ουρβανός Δ' απήλλαξε τον Γουλιέλμο από τους όρκους που έδωσε, με το σκεπτικό ότι ο όρκος που δίδεται από έναν αιχμάλωτο με αντάλλαγμα την ελευθερία του δεν μπορεί να θεωρηθεί ιερός και δεν δεσμεύεται να τον τηρήσει. Έτσι, ο Γουλιέλμος άρχισε να συγκεντρώνει στράτευμα για να ανακτήσει τον Μυστρά και τη Μονεμβασιά, ενώ παράλληλα συνήψε συμμαχία με τους Βενετούς. Προσπάθησε, επίσης, να πείσει και άλλους Λατίνους ηγεμόνες να τον βοηθήσουν ενάντια στον Μιχαήλ αλλά δεν το κατάφερε, και έτσι κίνησε μόνος του εναντίον του.
Ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, τοπικός κυβερνήτης των περιοχών της Αχαΐας που πέρασαν στα χέρια των Βυζαντινών, έλαβε γνώση των κινήσεων του Γουλιέλμου και ειδοποίησε τον αυτοκράτορα, ο οποίος του έστειλε τον αδερφό του, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, με ένα στράτευμα που αποτελείτο εν πολλοίς από Τούρκους μισθοφόρους. Η χρήση μισθοφόρων, που ήταν εξ'ορισμού αναξιόπιστοι καθώς θα μπορούσαν να πάνε με τον εχθρό αν τους προσέφερε αξιοπρεπές ποσό, θα αποδεικνυόταν πολύ κακή ιδέα. Από την άλλη οι Μικρασιάτες δεν θεωρούνταν εξίσου πεπειραμένοι και αξιόμαχοι, και ο Μιχαήλ κατά τη θητεία του στο Σουλτανάτο του Ρουμ έμαθε από πρώτο χέρι ότι οι Σελτζούκοι ήταν ικανοί πολεμιστές. Δυστυχώς για τον Μιχαήλ το "ικανός" δεν είναι συνώνυμο του "αξιόπιστος".
Όταν το Βυζαντινό στράτευμα έφτασε στη Πελοπόννησο στις αρχές ή τα μέσα του 1263 προέβη σε πολιορκία της Σπάρτης, αφότου υπέταξε κάποιες επαρχιακές περιοχές. Η πολιορκία, τελικά, λύθηκε, για να καταληφθεί η πρωτεύουσα του πριγκηπάτου, Ανδραβίδα. Θεωρώντας βέβαιη τη νίκη τους, οι Βυζαντινοί δεν έλαβαν τα πρέποντα μέτρα ασφαλείας, ούτε ανέμεναν επίθεση των Λατίνων, και αιφνιδιάστηκαν όταν ο Ιωάννης του Καταβά -ο υπεύθυνος για τη φύλαξη της Ανδραβίδας- τους επιτέθηκε. Το στοιχείο του αιφνιδιασμού έπαιξε καίριο ρόλο κατά την επίθεση.
Η μάχη που πέρασε στην ιστορία ως μάχη της Πρινίτσας (ή Πρινίτζας) ήταν μια από τις πιο ταπεινωτικές ήττες του Βυζαντινού στρατού κατά τους τελευταίους του αιώνες. Με μόλις τριακόσιους άντρες, ο Ιωάννης του Καταβά οδήγησε σε άτακτη υποχώρηση έναν στρατό χιλιάδων. Οι Βυζαντινοί αξιωματικοί αρχικά νόμιζαν ότι θα ήταν μια εύκολη νίκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιωάννης Φιλής (Μέγας Δομέστικος του Βυζαντινού στρατού) θεώρησε το Φραγκικό στράτευμα "προγεματίνσιν γαρ μικρόν" για τους άντρες του, διαπράττοντας έτσι ένα από τα ολεθριότερα σφάλματα που μπορεί να διαπράξει ένας στρατιωτικός -να υποτιμήσει τον εχθρό κρίνοντας απ'τον μέγεθος του στρατού του.
Οι λεπτομέρειες της μάχης δεν είναι γνωστές, και η περιγραφή που δίνεται στο χρονικό του Μορέως (σύμφωνα με το οποίο οι Βυζαντινοί ήταν περίπου είκοσι χιλιάδες) αμφισβητείται έντονα από τους σύγχρονους μελετητές. Δεν έχουμε λόγο όμως να αμφισβητήσουμε το τμήμα της περιγραφής στο οποίο μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια διάλυσης του Φραγκικού στρατεύματος, οι Έλληνες υποχώρησαν άτακτα μέσα απ'τα δάση.
Οι εχθροπραξίες διακόπηκαν προσωρινά με την απόσυρση των Βυζαντινών προς τον Μυστρά για να συνεχιστούν το 1264. Κατά τη διάρκειά τους έλαβαν χώρα δύο γεγονότα που καταρράκωσαν το ηθικό των Βυζαντινών και οδήγησαν, τελικά, στην ήττα τους. Το πρώτο ήταν ο θάνατος του Μιχαήλ Καντακουζηνού σε αψιμαχία στο Μεσισκλή. Ο Καντακουζηνός θεωρούνταν ένας από τους πιο αξιόλογους Βυζαντινούς αξιωματικούς και ήταν αγαπητός στον στρατό λόγω της γενναιότητάς του. Ο θάνατός του αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για τους Βυζαντινούς. Το δεύτερο γεγονός που δυσχέρανε τη θέση των τελευταίων ήταν η προσχώρηση των Τούρκων μισθοφόρων τους στους Φράγκους.
Οι μισθοφόροι είχαν μείνει απλήρωτοι επί έξι μήνες και απαίτησαν την καταβολή του μισθού τους από τον Κωνσταντίνο λίγο μετά την μάχη στο Μεσισκλή. Ο Κωνσταντίνος, αφενός επειδή δεν είχε τη δυνατότητα, και αφετέρου επειδή θεωρούσε πως δεν του είχαν προσφέρει ιδιαίτερες υπηρεσίες εκείνο το διάστημα, αρνήθηκε να τους πληρώσει -πράγμα που τους έστρεψε εναντίον του. Ίσως τελικά να ήταν πιο σοφό να χρησιμοποιηθούν εξ'ολοκλήρου Έλληνες στρατιώτες. Παρόλα αυτά οι Βυζαντινοί δεν πήραν το μάθημά τους και η χρήση μισθοφόρων θα συνεχιζόταν τα επόμενα χρόνια.
Έχοντας τώρα ισχυρότερο στράτευμα, ο Γουλιέλμος κινήθηκε προς τις θέσεις των Βυζαντινών, ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη επειδή, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν πολύ άρρωστος για να συμμετάσχει στη μάχη... Οι Βυζαντινοί υπέστησαν συντριπτική ήττα στο Μακρυπλάγι από το στράτευμα του Γουλιέλμου, παρά την αριθμητική τους υπεροχή. Ο Γουλιέλμος έπιασε αιχμαλώτους, μεταξύ άλλων, διάφορους Βυζαντινούς αξιωματούχους, ανάμεσά τους τον Ιωάννη Φιλή.
Η μάχη του Μακρυπλαγίου σήμανε το τέλος της προσπάθειας του Μιχαήλ Η' να θέσει την Πελοπόννησο υπό Ελληνικό έλεγχο. Οι μάχες είχαν τεράστιο κόστος, σε έμψυχο και μη, δυναμικό, τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους Λατίνους. Παρόλο που ο Γουλιέλμος κατάφερε να εκδιώξει τους στρατιώτες του Μιχαήλ από τα εδάφη του, η επικράτησή του αποτελούσε μια μάλλον Πύρρειο νίκη καθώς έμεινε με ελάχιστους στρατιώτες και η Αχαΐα ερημώθηκε.
Ο Γουλιέλμος θα επεδίωκε, τρία χρόνια, μετά συμμαχία με τον Κάρολο Α' του Ανζού (ή Ανδεγαυό), υπογράφοντας τη συνθήκη του Βιτέρμπο.
Το επονομαζόμενο σχίσμα των Αρσενιατών ήταν το πρώτο από τα θρησκευτικής φύσεως προβλήματα που θα χαρακτήριζαν την εσωτερική κατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά την διακυβέρνηση του Μιχαήλ Η'. Αν δεν είχε προηγηθεί η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, που κατέστησε τον τελευταίο αγαπητό στα μάτια τόσο του λαού όσο και του κλήρου, σίγουρα οι αντιδράσεις θα ήταν πολύ σφοδρότερες -και δεν υπήρξαν λίγοι που αντιτάχθηκαν στον αυτοκράτορα. Είναι χαρακτηριστικό ότι και η αδερφή του Μιχαήλ, Ειρήνη, πήρε το μέρος των Αρσενιατων (πράγμα που οδήγησε, φυσικά, στον εγκλεισμό της σε μοναστήρι).
Ο νέος πατριάρχης, Γερμανός Γ', που ανέλαβε τα ηνία το 1265, δεν έγινε αποδεκτός από τον κλήρο. Η αντικατάσταση ενός Πατριάρχη ενώ βρισκόταν εν ζωή ήταν επιεικώς αντικανονική, και η άνοδος του Γερμανού Γ' στη θέση του συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις.
Οι αντιδράσεις δεν προήλθαν μόνο από τον κλήρο και τους κύκλους της αριστοκρατίας, αλλά και από τον απλό λαό: οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας αντιπαθούσαν έντονα τον ανακτήσαντα την Κωνσταντινούπολη μετά τη σκληρότητα που επέδειξε στους πληθυσμούς της που εξεγέρθηκαν όταν τυφλώθηκε ο Λάσκαρης. Η αντικατάσταση του Πατριάρχη αποτέλεσε μια καλή αφορμή να εξεγερθούν εκ νέου.
Στην οργή των Μικρασιατών συνέβαλε και το ότι ο Μιχαήλ παραμέλησε τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας του για να ασχοληθεί με τη δύση. Παρόλο που οι συνθήκες το δικαιολογούσαν, κατεστάθη μάλλον περισσότερο αντιπαθής στα μάτια τους, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την επιβολή βαριάς φορολογίας για την κάλυψη των αυτοκρατορικών αναγκών.
Πολλοί μοναχοί εγκατέλειψαν τα μοναστήρια τους και κάλεσαν τον κόσμο σε αποχή από τα της εκκλησίας και ανυπακοή στο πατριαρχείο μέχρι να επανέλθει ο Αρσένιος. Άτυπος αρχηγός των Αρσενιατών θεωρείτο κάποιος Ιάκυνθος -δάσκαλος στη Νίκαια μέχρι την πρόσληψή του στο Πατριαρχείο- και ο Αρσένιος δεν φέρεται να είχε ενεργό ανάμειξη.
Σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας λοιπόν ξέσπασαν εξεγέρσεις για να φύγει ο Μιχαήλ από την εξουσία μαζί με τον νέο Πατριάρχη. Οι κάτοικοί της, εξάλλου, είχαν ωφεληθεί τα μέγιστα κατά την διακυβέρνηση των Λασκαριδων, που τους εξασφάλισαν μια-κάποια οικονομική ευημερία και τους προστάτευσαν απ'τις τουρκικές επιδρομές, σε αντίθεση με τον Μιχαήλ.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του προαναφερθέντος, οι Τούρκοι, παρά το ότι θεωρητικά βρίσκονταν σε ειρήνη με εκείνον, δημιουργούσαν τεράστιο πρόβλημα στους Έλληνες της Μικράς Ασίας με τις επιδρομές τους. Ο Μιχαήλ προσπάθησε να λάβει τα μέτρα του και έστειλε στράτευμα ενάντια στους Τούρκους, αλλά δεν κατάφερε να τους αντιμετωπίσει -κυρίως επειδή απέφευγαν οι ίδιοι τη μάχη. Οι τουρκικές επιδρομές, η βαριά φορολογία, τα οικονομικά προβλήματα, και οι εσωτερικές διαμάχες, θα ερήμωναν τη Μικρά Ασία μέχρι το τέλος της διακυβέρνησης του Μιχαήλ.
Λόγω της αδιαφορίας του Μιχαήλ για εκείνους, οι κάτοικοι των ανατολικών επαρχιών βρήκαν αφορμή, αρχικά με τον παραμερισμό του Λάσκαρη και στη συνέχεια με την αντικατάσταση του Πατριάρχη, να εξεγερθούν εναντίον του. Για εκείνους ο Μιχαήλ ήταν ένας κοινός σφετεριστής και έπρεπε να πέσει.
Ο αυτοκράτορας τελικά αναγκάστηκε να αντικαταστήσει ξανά τον Πατριάρχη, πράγμα όμως που προκάλεσε εκ νέου την οργή των εξεγερθέντων όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν επρόκειτο να επανέλθει ο Αρσένιος.
Το σχίσμα των Αρσενιατών θα αποτελούσε μόνο την αρχή των εσωτερικών διαμαχών (μετά από ένα προοίμιο αντίθεσης στη φυλάκιση του Λάσκαρη), οι οποίες θα κορυφώνονταν όταν ο Μιχαήλ θα προσπαθούσε να υποτάξει την ορθόδοξη εκκλησία στον Πάπα για να σώσει την αυτοκρατορία. Δυστυχώς για εκείνον, ο κλήρος και ο λαός δεν κατανοούσαν την έννοια της διπλωματίας. Και, δυστυχώς για το κλήρο και τον λαό, ο Μιχαήλ δεν χαρακτηριζόταν για τον σεβασμό του στην αντίθετη άποψη (πράγμα που επέβαλλαν, άλλωστε, οι συνθήκες). Η περίπτωση του Μανουήλ Ολόβολου είναι χαρακτηριστική.
Ο Μανουήλ Ολόβολος ήταν ένας από τους λόγιους που είχαν πάρει ανοιχτά το μέρος του τυφλωθέντος Ιωάννη Δ' Λάσκαρη όταν παραμερίστηκε από τον Μιχαήλ. Ο τελευταίος, κατά την συνήθη μεσαιωνική τακτική, του ακρωτηρίασε τη μύτη και τα χείλη για παραδειγματισμό και τον φυλάκισε. Όταν έλαβε χώρα το σχίσμα των Αρσενιατών ο Μανουήλ θα έπαιρνε το μέρος του τέως Πατριάρχη. Και για άλλη μια φορά ο Μιχαήλ θα έκανε επίδειξη βαρβαρότητας.
Όταν συνέλαβε τον Ολόβολο μαζί με άλλους επιφανείς Αρσενιάτες, διέταξε, αφότου τους πασαλείψουν με κόπρανα και τους κρεμάσουν εντόσθια ζώων, να τους περιφέρουν δεμένους στην Κωνσταντινούπολη με πρώτο τον Μανουήλ. Έτσι ο κλήρος θα αναγκαζόταν να αποδεχθεί την αντικατάστασή του, έστω και καθαρά λόγω φόβου. Ο Μιχαήλ μπορεί να ήταν δυναμικός κυβερνήτης αλλά δεν ήταν ακριβώς ευγενής χαρακτήρας ή καλόψυχος, και δεν θα δίσταζε να προβεί σε ακραία μέτρα για την διάσωση της αυτοκρατορίας και της θέσης του στην εξουσία.
Οι Χόχενστάουφεν αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα λόγω της αντιπαλότητάς τους με τον Πάπα και των εσωτερικών διαμαχών με τη φιλοπαπική διάταξη των Γουέλφων, και ήταν μάλλον θέμα χρόνου η πτώση τους. Ο Κάρολος του Ανζού από την άλλη, πιστός καθολικός γαρ, διατηρούσε καλές σχέσεις με το Βατικανό και αυτό ήταν ένα τεράστιο υπέρ για εκείνον.
Με τις ευλογίες του Πάπα λοιπόν ο Κάρολος θα προσπαθούσε να επεκτείνει την αυτοκρατορία του στη Μεσόγειο. Ένα μόλις έτος μετά την επικράτησή του στη Σικελία σύναψε συμμαχία με τον Γουλιέλμο της Αχαΐας και τον έκπτωτο αυτοκράτορα της Λατινικής Κωνσταντινούπολης, Βαλδουίνο, ενάντια στον Μιχαήλ. Η συνθήκη του Βιτέρμπο, όπως πέρασε στην ιστορία, έδειξε στον Μιχαήλ ότι η λήψη μέτρων ενάντια στον Κάρολο ήταν μια επιτακτική αναγκαιότητα.
Ήδη από όταν ανέβηκε στην εξουσία, ο Μιχαήλ βρισκόταν σε επικοινωνία με το Βατικανό, αλλά ουδέποτε προχώρησε σε σοβαρή προσπάθεια σύμπλευσης με τη θέληση του Πάπα. Οι απαιτήσεις του Βατικανού ήταν υπερβολικές, και δεν μπορούσε να ενδώσει σε αυτές ρισκάροντας την θέση του στην εξουσία χωρίς να συντρέχει σοβαρός λόγος.
Ο Κλήμης Δ' (1265-1268), φερ'ειπείν, ζήτησε κατάργηση των οικουμενικών συνόδων με το σκεπτικό ότι αν ο Πάπας θα ήταν όντως κυρίαρχος δεν θα είχαν κανένα νόημα, γιατί τα όποια προβλήματα θα επιλύονταν από εκείνον. Απαίτησε, παράλληλα, την υιοθέτηση εκ μέρους των ορθοδόξων, των τελετουργικών των καθολικών και τη χρύση άζυμου άρτου. Οι απαιτήσεις του Κλήμη Δ' δεν άφηναν στον Μιχαήλ περιθώρια συνεργασίας, καθώς επιθυμούσε μια τυπική υποταγή στο Βατικανό χωρίς να αλλάξουν τα έθιμα των ορθοδόξων, ώστε να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή από τον λαό του.
Όταν ο Κάρολος άρχισε να προετοιμάζει, ανοιχτά, σταυροφορία κατά των Βυζαντινών με σκοπό την αναβίωση της Λατινικής αυτοκρατορίας, τότε ήταν που ο Μιχαήλ κίνησε γη και ουρανό για να την αποτρέψει και άρχισε τις σοβαρές διαπραγματεύσεις με τους καθολικούς.
Αρχικά ήρθε σε επικοινωνία και με τον βασιλιά της Γαλλίας παρακινώντας τον να συνεργαστεί μαζί του και με άλλες χριστιανικές δυνάμεις για μια νέα σταυροφορία στους αγίους τόπους. Το 1270 ο Λουδοβίκος Θ' κήρυξε μια ακόμα σταυροφορία, όχι επειδή παρακινήθηκε από τον Μιχαήλ (δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να καταλάβει κανείς τους σκοπούς του), αλλά επειδή οι Ισλαμιστές δημιουργούσαν σοβαρότατα προβλήματα στα εναπομείναντα κράτη των σταυροφόρων, με αποκορύφωμα την άλωση της Αντιόχειας το 1268.
Η όγδοη σταυροφορία κατέληξε, όπως και η προηγούμενη, σε αποτυχία. Ο αιφνίδιος θάνατος του πρωτεργάτη της απέτρεψε την συνέχισή της, και ο αδερφός του, ο Κάρολος του Ανζού, άρχισε τις προετοιμασίες για μια εισβολή στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μια κακοκαιρία όμως διέλυσε τον στόλο του και αναγκάστηκε να την αναβάλει εκ νέου -γεγονός που οι Βυζαντινοί απέδωσαν στη Θεία Πρόνοια.
Έχοντας επίγνωση της ανεπάρκειας του στρατού του, ο Μιχαήλ προσπάθησε να αποτρέψει την εισβολή του Καρόλου μέσω διπλωματικών ελιγμών. Οι διαπραγματεύσεις με το Βατικανό λοιπόν εντάθηκαν, οδηγώντας στη πιο τολμηρή -και πιο καταστροφική για την εσωτερική συνοχή της αυτοκρατορίας- απόφαση που έλαβε ο Μιχαήλ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του: την υποταγή της ορθόδοξης εκκλησίας στον Πάπα. Η άνοδος του διαλλακτικού Γρηγορίου Ι' το 1271 ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν.
Δύσκολο να αποφανθεί κανείς ως προς την ορθότητα αυτής του της κίνησης. Από τη μια θα είχε ως αποτέλεσμα, αν όχι το τέλος της διακυβέρνησής του, καθώς το θρησκευτικό αίσθημα ήταν έντονο στους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, σίγουρα έντονες εσωτερικές διαμάχες. Η αυτοκρατορία, έτσι, θα διαλυόταν εκ των έσω. Συν τοις άλλοις, μια τυπική υποταγή της εκκλησίας στον Πάπα δεν εγγυάτο την αποτροπή της εισβολής του Καρόλου: αν οι ορθόδοξοι πληθυσμοί παρέμεναν "αιρετικοί" παρά την υποταγή της εκκλησίας τους, ο Πάπας θα μπορούσε να επιτρέψει μια εισβολή σε εδάφη "αλλόπιστων" και να ζητήσει μάλιστα τη συνδρομή όσων εκ των κατοίκων τους ήταν με το μέρος του.
Από την άλλη όμως, ο κίνδυνος του Καρόλου ήταν παραπάνω από υπαρκτός. Οι Βυζαντινοί είχαν αποδείξει κατά την εισβολή τους στο πριγκηπάτο της Αχαΐας ότι δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι, ενώ ο Κάρολος υπερείχε, όχι μόνον αριθμητικά, αλλά και από άποψη ποιότητας. Εκτός αυτού, θα είχε και τη στήριξη των περισσότερων ηγεμόνων της Ευρώπης, καθώς είχε άμεση συγγενική σχέση με τους βασιλικούς οίκους της Γαλλίας, είχε τον Πάπα με το μέρος του, και είχε συμμαχήσει με τους εν ελλάδι Φράγκους.
Παράλληλα προσπαθούσε να προσεγγίσει όλα τα γειτονικά κράτη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από αυτά κατάφερε να πάρει με το μέρος το Βουλγαρικό. Ο τότε Τσάρος της Βουλγαρίας, ο Κωνσταντίνος Τιχ, ήταν παντρεμένος με την Μαρία Παλαιολογίνα-Καντακουζηνή, ανιψιά του Μιχαήλ, και ήλπιζε ότι μέσω της συμμαχίας του με τον Παλαιολόγο θα εξασφάλιζε κυριαρχία στη μαύρη θάλασσα. Όταν συνειδητοποίησε ότι ο Μιχαήλ δεν προθυμοποιείτο να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του να του παραχωρήσει τη Μεσημβρία, πήγε με το μέρος του Καρόλου.
Ο Κάρολος έτσι είχε εξασφαλίσει αρκετούς συμμάχους για να στραφεί ενάντια στον Μιχαήλ, και δεδομένης της σχέσης του με το Βατικανό θα ήταν εύκολο για τον εκείνον να επιτεθεί στους Βυζαντινούς στα πλαίσια μιας σταυροφορίας. Οι Έλληνες θεωρούνταν αιρετικοί από τους καθολικούς, και επικαλούμενος τη θρησκεία, ένας ηγεμόνας μπορούσε να εισβάλει οπουδήποτε με τη συγκατάθεση του Πάπα.
Όλα λοιπόν έδειχναν πως αργά ή γρήγορα θα οργανωνοταν σταυροφορία ενάντια στους "αλλόπιστους" Έλληνες από τον βασιλιά της Σικελίας με πρόσχημα τη δογματική διαφορά -μια ακόμα ληστρική επιδρομή στα Ελληνικά εδάφη στο όνομα της θρησκείας για να τεθεί υπό τον Παπικό έλεγχο η Μικρά Ασία και η ανατολική Μεσόγειος.
Δεδομένης, λοιπόν, της κατάστασης, ο Μιχαήλ πόνταρε στο ότι μια τυπική υποταγή στον Βατικανό θα ματαίωνε τα σχέδια του Καρόλου και προέβη σε ένωση των εκκλησιών.
Οι Βυζαντινοί απέστειλαν στη Λυών δύο πλοία, το ένα εκ των οποίων, που μετέφερε δώρα, βυθίστηκε λόγω κακοκαιρίας. Το δώρο όμως της ένωσης της ορθόδοξης εκκλησίας με την καθολική -πρακτικά υποταγή της πρώτης στη δεύτερη καθώς ο Πάπας θα έπαιρνε μόνος του τις αποφάσεις- ήταν πολύ σημαντικότερο για τους συμμετάσχοντες στις διαπραγματεύσεις.
Η Ελληνική αποστολή περιελάμβανε, φυσικά, μόνο επιφανείς και ένθερμους υποστηρικτές του Μιχαήλ. Μεταξύ άλλων απεστάλησαν στη Λυών ο Γεώργιος Ακροπολίτης, το συγγραφικό έργο του οποίου θα αποτελούσε κατά τους επόμενους αιώνες μια απ'τις κυριότερες πηγές για τις συνθήκες της εποχής, και ο πρώην Πατριάρχης Γερμανός Γ'. Άλλο εξέχον μέλος της αποστολής ήταν ο αρχιεπίσκοπος της Νίκαιας, Θεοφάνης.
Στο μεταξύ η απόφαση του αυτοκράτορος είχε προκαλέσει σφοδρότατες αντιδράσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας: ο Πατριάρχης Ιωσήφ δήλωσε ότι ουδέποτε θα υπέγραφε την απόφαση ένωσης των εκκλησιών, και όταν βρήκε στο πλευρό του το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου ο Μιχαήλ εξαπέλυσε διωγμούς ενάντια στους αντιφρονούντες -χωρίς να τολμήσει ωστόσο να βλάψει τον ίδιο τον Πατριάρχη. Απαίτησε, παράλληλα, από τον εξεγερθέντα λαό της Κωνσταντινούπολης τα ενοίκια δώδεκα ετών, με το σκεπτικό ότι εφόσον την ανέκτησε ο ίδιος του ανήκε, με αποτέλεσμα να αρχίσει να ερημώνεται.
Οι διαπραγματεύσεις παρόλα αυτά συνεχίστηκαν, και η πρώτη συγκέντρωση των εκπροσώπων έλαβε χώρα την 7η Μαΐου του 1274. Στις διαπραγματεύσεις αυτές ήταν παρόντες εκπρόσωποι όλων των σημαντικών και μη βασιλείων της Ευρώπης, θεολόγοι, ορθόδοξοι και καθολικοί κληρικοί, τόσοι πολλοί που λόγω του συνωστισμού οι εκπρόσωποι του Πάπα έδωσαν άδεια στους μη-προσκεκλημένους να αποχωρήσουν με τις ευλογίες του προαναφερθέντος. Συνολικά παρακολούθησαν τη σύνοδο περισσότεροι από 500 επίσκοποι.
Κατά την διάρκεια της συνόδου έγινε λόγος για μια νέα σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Ενώ δεν υπήρξαν ιδιαίτερες διαφωνίες, οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες δεν προέβησαν στην εν λόγω σταυροφορία, παρόλο που αν ένωναν τις δυνάμεις τους είχαν σημαντική πιθανότητα επιτυχίας.
Οι Βυζαντινοί δέχθηκαν να ενωθεί η εκκλησία τους με την Καθολική. Παρέδωσαν στους εκπροσώπους του Βατικανού δήλωση υποταγής του Μιχαήλ Παλαιολόγου και επιστολές εκ μέρος των Βυζαντινών κληρικών οι οποίες αποδέχονταν την ένωση. Ο Μιχαήλ στην δήλωσή του αναγνώριζε τον Πάπα ως επικυρίαρχο της ορθόδοξης εκκλησίας, αποδεχόταν τις Ρωμαϊκές διδασκαλίες και υποσχόταν συμμαχία και υποταγή στη θέληση του Πάπα, πλην όμως ζητούσε την διατήρηση των ορθόδοξων εθίμων στις λειτουργίες. Το αίτημα το Μιχαήλ έγινε αποδεκτό, προφανώς για να αποφευχθούν διαφωνίες που θα ματαίωναν την ένωση.
Το σύμβολο της Πίστεως αναγνώστηκε στα Ελληνικά και στα Λατινικά, περιλαμβάνοντας και τη Filioque, την οποία οι ορθόδοξοι άλλοτε απέρριπταν μετά βδελυγμίας. Ο Πάπας Γρηγόριος έβγαλε έναν εγκωμιαστικό λόγο για τους (μέχρι πρότινος "αλλόδοξους") Έλληνες, αναγνωρίζοντας την συνεισφορά τους στην διάδοση του χριστιανισμού και την επιρροή των θρησκευτικών τους πατέρων στη διαμόρφωση της εκκλησίας, και αποδεχόμενος αυτούς ως ομόδοξους.
Με το πέρας της συνόδου τον Ιούλιο του 1274 η ορθόδοξη εκκλησία θεωρείτο ενωμένη με την καθολική. Αυτό προκάλεσε την αβυσσαλέα οργή των ορθόδοξων, που πλέον ήθελε πάση θυσία τη πτώση του Μιχαήλ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανιψιά του Μιχαήλ, η παντρεμένη με τον Τσάρο της Βουλγαρίας Μαρία Παλαιολογίνα-Καντακουζηνή, παρακινούσε τον άντρα της να επιτεθεί στη Βυζαντινή επικράτεια παίρνοντας με το μέρος του τους ανθενωτικούς (πράγμα που μετά τις επιδρομές των συμμάχων του Μιχαήλ της Χρυσής Ορδής, στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, δεν διανοήθηκε να διαπράξει ο Βούλγαρος μονάρχης).
Ο ανθενωτισμός ήταν πολύ έντονος και οι εξελίξεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας θα ήταν ραγδαίες.
Με την λήξη της συνόδου της Λυών, ο Πατριάρχης Ιωσήφ παραιτήθηκε του αξιώματός του. Την θέση του ανέλαβε ο Ιωάννης Βέκκος, θεωρώντας (ή προσποιούμενος) ότι η υποταγή στο Βατικανό δεν θα επηρέαζε την λειτουργία της ορθόδοξης εκκλησίας, καθώς τα έθιμα θα παρέμεναν ως είχαν και η επικυριαρχία του Πάπα σε αυτήν ήταν πιότερο τυπική απ'ό,τι πρακτική. Οι ενωτικοί διατείνονταν ότι δεν χρειαζόταν να ζητάνε την άδεια των καθολικών για τα ζητήματα της εκκλησίας τους και ότι η πίστη των ορθόδοξων έμενε απαράλλαχτη -ισχυρισμοί που δεν έγιναν πιστευτοί από τον λαό και τελικά εξεγέρθηκε.
Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Β' Δούκα, το δεσποτάτο της Ηπείρου είχε διασπαστεί σε δύο τμήματα: στο ένα, με έδρα την Άρτα, κυβερνούσε ο γιος του, Νικηφόρος, και στο άλλο ο νόθος γιος του, Ιωάννης Α', με έδρα τη Νέα Πάτρα. Τόσο το δεσποτάτο της Ηπείρου όσο και το δουκάτο των Νέων Πατρών αποτέλεσαν πόλο έλξης των αντίθετων στην ένωση ορθόδοξων. Έτσι, το κατεξοχήν λατινόφιλο (βλ. μάχη Πελαγονίας) κράτος της Ηπείρου μετατράπηκε σε αντιλατινικό υπερασπιστή της ορθοδοξίας, παρά την διατήρηση των συμμαχιών με τις Φραγκικές δυνάμεις.
Ταυτόχρονα με τον ανελέητο διωγμό που εξαπέλυσε ενάντια στους ανθενωτικούς, καταδικάζοντας με αφορισμό όποιον διαφωνούσε με την ένωση, κόβωντας γλώσσες, τυφλώνοντας και φυλακίζοντας αντιφρονούντες και απειλώντας με θανατική ποινή όποιον διάβαζε λιβελλους εναντίον του, ο Μιχαήλ επιτέθηκε στα εδάφη της Θεσσαλίας και πολιόρκησε το 1275 τη Νέα Πάτρα.
Ο Ιωάννης ο νόθος κατέφυγε στην αυλή του Φράγκου ηγεμόνα των Αθηνών, Ιωάννη Ντε λα Ρος, ο οποίος του προσέφερε βοήθεια ενάντια στον Μιχαήλ. Συνολικά οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν τρεις φορές μέχρι το 1277 στο δουκάτο των Νέων Πατρών χρησιμοποιώντας ακόμα και Μογγολικά στρατεύματα, αλλά αποκρούστηκαν σε κάθε περίπτωση. Η τελευταία απόπειρα έληξε με οικτρή ήττα των Βυζαντινών στρατευμάτων στα Φάρσαλα. Την ίδια περίπου εποχή ο Ιωάννης συγκάλεσε εκκλησιαστική σύνοδο στα εδάφη του, στην οποία αφόρισε τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και τον Ιωάννη Βέκκο, οι οποίοι με τη σειρά τους αφόρισαν τον Ιωάννη.
Η τρομοκρατία του Μιχαήλ είχε εξωθήσει τους υπηκόους του στο να καταφύγουν στα γειτονικά βασίλεια ελπίζοντας να φύγει απ'την εξουσία. Καμιά φορά οι κινήσεις που κάνει ένας ηγέτης για να σώσει το κράτος και τον λαό του έχουν ως αποτέλεσμα να καταστεί μισητός στα μάτια του, και δη αν αυτές απαιτούν χρήση βίας για την επιβολή τους.
Ο Πάπας απαίτησε από τον Μιχαήλ και τον ορθόδοξο κλήρο να ορκιστούν εκ νέου υποταγή στο Βατικανό, να ασπαστούν τα καθολικά πιστεύω, και να αποδεχθούν την πρωτοκαθεδρία του Πάπα. Ο Βυζαντινός κλήρος ενέδωσε στις απαιτήσεις, ενώ στο εξής θα επιβαλλόταν, όπως αναφέραμε προηγουμένως, ποινή αφορισμού στους αντιφρονούντες, υποχρεωτικά.
Ενώ με την ένωση των εκκλησιών τα σχέδια του Καρόλου προσωρινά πάγωσαν, μετά τον θάνατο του Γρηγόριου Ι' άρχισε εκ νέου τις προετοιμασίες για μια εισβολή στη Βυζαντινή επικράτεια. Αυτή τη φορά θα εκμεταλλευόταν την επιρροή του στην Αλβανία, όπου είχε κατακτήσει σημαντικές περιοχές, αλλά και στο δεσποτάτο της Ηπείρου, όπου ο Νικηφόρος έγινε υποτελής του (παρά τον "αντιλατινισμό" που συσπείρωσε γύρω του πολλούς ανθενωτικούς).
Η δύναμη που συγκέντρωνε στα χέρια του ο Κάρολος άρχισε να αποτελεί πονοκέφαλο για τους ηγέτες της καθολικής εκκλησίας: σε περίπτωση που ο Κάρολος κατακτούσε την Κωνσταντινούπολη θα αποκτούσε τόσο μεγάλη δύναμη στη Μεσόγειο που θα μπορούσε να επιβάλλει ο ίδιος τη θέλησή του στο Βατικανό.
Ο Μάνφρεντ της Σικελίας αποτελούσε μεν κίνδυνο για το Βυζάντιο, αλλά το Βατικανό αδιαφορούσε γιατί ήξερε πως δεν θα μπορούσε να το βλάψει, και ακόμα και αν το κατάφερνε αυτό θα ήταν προσωρινό λόγω της αντιπαλότητάς του με τον Πάπα και κατ'επέκτασιν όσους ήταν με εκείνον. Δεν ίσχυε το ίδιο με τον Ανζού: ο Κάρολος είχε συνάψει συμμαχίες με τις σημαντικότερες δυνάμεις της Μεσογείου και αν επικρατούσε και στην Κωνσταντινούπολη η καθολική εκκλησία δεν θα ήταν σε θέση να του επιβληθεί.
Έτσι, το Βατικανό, και συγκεκριμένα ο Πάπας Νικόλαος Γ', απαγόρευσε στον Κάρολο να κινηθεί ενάντια στο Βυζάντιο. Σε αντάλλαγμα όμως απαίτησε νέα ομολογία πίστης από τον Μιχαήλ και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ατομικούς όρκους των μελών του κλήρου, καθώς και αποδοχή της εγκατάστασης παπικής αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη στην οποία θα λογοδοτούσαν οι ορθόδοξοι κληρικοί. Οι απαιτήσεις αυτές ήταν πολύ μεγάλες και ο Μιχαήλ, αντί να επιβάλει την αποδοχή τους δια της τρομοκρατίας, συγκάλεσε το 1279 σύνοδο της ορθόδοξης εκκλησίας.
Κατά τη διάρκεια της συνόδου αυτής τόνισε τον κίνδυνο του Καρόλου και ότι ο Νικόλαος σε περίπτωση μη-αποδοχής θα τον έβαζε να επιτεθεί, αλλά άφησε στη θέληση του κλήρου την αποδοχή ή μη των απαιτήσεων. Εξάλλου, οι εσωτερικές διαμάχες ήταν ήδη αρκετά έντονες. Αντί τα μέλη του κλήρου να δώσουν ατομικούς όρκους επέλεξαν να αποδεχθούν κάποιες από τις απαιτήσεις με μια γενικόλογη επιστολή. Επειδή δεν την υπέγραψαν όλοι, ο Μιχαήλ έβαλε ανθρώπους του να πλαστογραφήσουν υπογραφές αποθανόντων ή και τελείως ανύπαρκτων μελών του κλήρου, και την απέστειλε στον Νικόλαο. Αν και δεν έμεινε ικανοποιημένος, δεν αποδέσμευσε τον Κάρολο από την υποχρέωσή του να μην επιτεθεί.
Ο Κάρολος θεώρησε ότι με τον θάνατο του Νικόλαου Γ' το 1280 δεν είχε καμία υποχρέωση να παραμείνει αδρανής. Ο αξιωματούχος του στην Αλβανία, Χιουγκο ντε Σαλλί, επιτέθηκε στη Βυζαντινή επικράτεια και προέβη σε πολιορκία του Βερατίου (Berat). Το Βεράτιο ήταν ένα σημείο στρατηγικής σημασίας για τους Βυζαντινούς καθώς όποιος το καταλάμβανε θα μπορούσε να εισβάλει στη Θεσσαλία με ευκολία και σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν ανοιχτός ο δρόμος προς την Κωνσταντινούπολη. Μια κατάληψή του από τις δυνάμεις του Καρόλου θα ήταν η αρχή του τέλους για τους Βυζαντινούς.
Η επίθεση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1280 και έληξε στις αρχές του επόμενου έτους, παραδόξως με νίκη των Βυζαντινών: κατά τη διάρκεια των αψιμαχιών που ξεκίνησαν όταν πλησίαζε το Βυζαντινό στράτευμα (το οποίο είχε εντολή να μην συγκρουστεί ανοιχτά με τις αντίπαλες δυνάμεις), μια μονάδα Τούρκων μισθοφόρων έστησε ενέδρα στον ντε Σαλλί και τον συνέλαβε. Στις δυνάμεις του επικράτησε πανικός: το στράτευμα των 8000 ανδρών του Ανζού διαλύθηκε όταν μαθεύτηκε η σύλληψη του αρχηγού του, με τους Φράγκους να υποχωρούν άτακτα μέσα απ'τα δάση. Αυτή τη φορά οι Βυζαντινοί δεν είχαν λόγο να μετανιώσουν για τη χρήση Τούρκων μισθοφόρων.
Μετά την παταγώδη αποτυχία του στρατεύματός του στο Βεράτιο, ο Κάρολος προέβη σε συμμαχία με τη Βενετία ενάντια στους Βυζαντινούς. Η υπογραφή της συνθήκης του Ορβιέτο το 1281 ανάγκαζε τους Βενετούς να παράσχουν στόλο στον Κάρολο για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στην εξουσία θα ερχόταν ο γιος του Βαλδουίνου Β΄, Φίλιππος του Κουρτεναί ως υποτελής του Καρόλου. Με την έγκριση του Πάπα Μαρτίνου Δ', ο οποίος αφόρησε τον Μιχαήλ και απαγόρευσε στους χριστιανούς ηγεμόνες να τον βοηθήσουν, οι σύμμαχοι θα επιτίθεντο στη Βυζαντινή αυτοκρατορία δίνοντάς της ένα τελειωτικό χτύπημα.
Ένα αναπάντεχο γεγονός όμως θα ματαίωνε, για άλλη μια φορά, τα μεγαλεπίβολα σχέδια του Καρόλου.
Αφορμή για την Σικελική αντιφραγκική εξέγερση που πέρασε στην ιστορία ως Σικελικός εσπερινός, στάθηκαν οι χειρονομίες Γάλλων στρατιωτών σε γυναίκες στο Παλέρμο κατά τη διάρκεια του εσπερινού της Δευτέρας του Πάσχα του 1281, που εξώθησαν τους κατοίκους στο να τους σκοτώσουν πυροδοτώντας μια επανάσταση που θα εξαπλωνόταν από πόλη σε πόλη.
Χωρίς να μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο με σιγουριά, ο Σικελικός εσπερινός θεωρείται αποτέλεσμα της παρέμβασης πρακτόρων του Μιχαήλ και του Πέτρου Γ' της Αραγονίας (γαμπρού του Μάνφρεντ της Σικελίας) στα εσωτερικά της κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο Ιταλός διπλωμάτης και πολιτικός Ιωάννης της Προκίδας ήρθε σε επικοινωνία με τον Μιχαήλ Παλαιολόγο ζητώντας του χρηματική υποστήριξη για να προκαλέσει επανάσταση ενάντια στον Κάρολο στη κάτω Ιταλία.
Ο Ιωάννης ήταν από τα σημαντικότερα πολιτικά πρόσωπα της εποχής, και είχε στερηθεί όλα του τα αξιώματα επί Καρόλου. Με τη προσφυγή του στον μεγάλο του αντίπαλο απέβλεπε στο να εκδικηθεί για τα όσα περνούσε ο λαός του και, προφανώς, για τα αξιώματα που του στέρησε ο Κάρολος για να φέρει άλλους στη θέση του. Έτσι, με τις ευλογίες του Μιχαήλ και του μόνου του καθολικού συμμάχου, την Αραγονία, συγκέντρωσε μέλη της αριστοκρατίας της κάτω Ιταλίας και τα έπεισε να οργανώσουν εξέγερση κατά των Ανζού.
Το κατά πόσον η εξέγερση των Σικελών ήταν αποτέλεσμα της προσέγγισης του Μιχαήλ από τον Ιωάννη της Προκίδας δεν μπορεί να εξακριβωθεί. Ο Πάπας Μαρτίνος όμως τον αφόρισε εκ νέου, όπως και τον Πέτρο Γ', επειδή τον θεωρούσε υπεύθυνο για τα συμβάντα -τέτοια ήταν η επιρροή του Καρόλου στο Βατικανό πια. Γεγονός είναι ότι η εξέγερση αυτή απέσπασε, αναγκαστικά, την προσοχή και τα στρατεύματα του Καρόλου, και ο επακολουθήσας πόλεμος με την Αραγονία δεν του επέτρεψε να εισβάλει σε Ελληνικά εδάφη.
Ο Μιχαήλ πέθανε στις 11 Δεκεμβρίου το 1282, έχοντας επιτύχει κατά τα είκοσι χρόνια που παρέμεινε στον Βυζαντινό θρόνο να του χαρίσει τα δεκαπλάσια χρόνια ζωής. Μισητός καθώς ήταν, δεν θάφτηκε με τις πρέπουσες βασιλικές τιμές. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος.
Επίλογος
Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος υπήρξε αναμφίβολα ένας δυναμικός αυτοκράτορας. Αφότου κατέλυσε το Λατινικό κράτος της Κωνσταντινούπολης έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να εξασφαλίσει την επιβίωση της ανασυσταθείσας Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ακόμα και αν αυτό προϋπέθετε τη χρήση αθέμιτων ή και βάρβαρων μέσων.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του διέπραξε αναμφίβολα πολλά σφάλματα, όπως τέλεσε πράξεις αμφιβόλου ηθικής. Η αγριότητα με την οποία παραμέρισε τον νόμιμο διάδοχο του θρόνου, η άτσαλη διαχείριση των οικονομικών πόρων της αυτοκρατορίας, η σύγκρουση με την Αχαΐα, και η τρομοκρατία που εξαπέλυσε στον ίδιο του το λαό, είναι μερικά μόνο από αυτά. Αλλά είναι εξίσου αναμφίβολο και ότι ένας ηγέτης σε δύσκολους καιρούς είναι αναγκαίο να προβεί στη λήψη ακραίων μέτρων για να εξασφαλίσει τη θέση και το κράτος του.
Κατανοούσε την έννοια της διπλωματίας καλύτερα από οποιονδήποτε ηγέτη της εποχής του, και πάντοτε προηγείτο της επιβολής δια των όπλων. Παράλληλα όμως υπήρξε άριστος στρατιωτικός και γνώστης της ψυχολογίας των αντιπάλων του, και την εκμεταλλευόταν προς όφελός του.
Ήταν ίσως ο μόνος Βυζαντινός ηγεμόνας που έβαλε την αυτοκρατορία πάνω από τη θρησκεία που τη χαρακτήριζε. Με πλήρη επίγνωση των αντιδράσεων που θα επακολουθούσαν, υπέταξε την ορθόδοξη εκκλησία στην καθολική ενάντια στη θέληση του κλήρου και του λαού του, για να εξασφαλίσει την εδαφική ακεραιότητα του κράτους του -πράγμα που πέτυχε.
Καθυστερώντας την εισβολή του μεγάλου του αντιπάλου στα εδάφη του, πέτυχε την πλήρη ματαίωσή της και παρέδωσε στον διάδοχό του ένα βασίλειο μεγαλύτερο από εκείνο που παρέλαβε, έχοντας ανακτήσει σημαντικά τμήματα του ελλαδικού χώρου. Είναι πολύ πιθανό ότι αν κυβερνούσε κάποιος άλλος στη θέση του η ανασύσταση της αυτοκρατορίας θα αποδεικνυόταν πολύ πιο πρόσκαιρη.
Η δυναμικότητα, η οξυδέρκεια και η ατσάλινη θέλησή του, του εξασφάλισαν μια περίοπτη θέση στο πάνθεον των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Όμως, όπως συμβαίνει με πολλούς σπουδαίους ηγέτες, το έργο του δεν αναγνωρίστηκε όσο βρισκόταν εν ζωή.
--------------------------------------------------------
Πηγές - Βιβλιογραφία
Ιστορία του Ελληνικού έθνους (Παπαρρηγόπουλος), τόμος Ε'
Ιστορία του Ελληνικού έθνους (εκδοτική Αθηνών), τόμος Θ'
https://en.wikipedia.org/wiki/Michael_VIII_Palaiologos
https://el.wikipedia.org/wiki/Μιχαήλ_Η´_Παλαιολόγος
Deno Geanakoplos - Michael Palaiologus
Ν. Κακαβελάκης - Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (Στρατιωτική ιστορία, τ. 32)
https://de.wikipedia.org/wiki/Michael_VIII.
https://en.wikipedia.org/wiki/Charles_I_of_Naples
Η σύνοδος της Λυών (αρχείο pdf)
https://en.wikipedia.org/wiki/Empire_of_Nicaea
Σ. Σκαρμίντζος - Η μάχη της Πελαγονίας 1259 (Ιστορικές σελίδες, τ. 33)
Το χρονικόν του Μορέως
https://en.wikipedia.org/wiki/Byzantine_Empire_under_the_Angelos_dynasty
Michael VIII. Palaiologos, Kaiser von Byzanz
http://www.manfred-hiebl.de/mittelalter-genealogie/_byzanz/l/laskaris.html
Αναστασία Κοντογιαννοπούλου - Το σχίσμα των Αρσενιατών (1265-1310)
http://www.ime.gr/CHRONOS/10/gr/index.html
https://en.wikipedia.org/wiki/John_of_Procida
--------------------------------------------------------
©Γιώργος Μαλανδράκης
Με επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος
Οι ύστεροι Βυζαντινοί αιώνες ήταν αναμφίβολα από τους δραματικότερους της Ελληνικής ιστορίας. Μετά από μια περίοδο ακμής και οικονομικής ευημερίας που κορυφώθηκε τα χρόνια του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Βυζαντινή αυτοκρατορία βυθίστηκε απότομα στην παρακμή εξαιτίας της διαφθοράς των διαδόχων του. Η ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Ματζικερτ το 1071, και η εκμετάλλευση των Τουρκικών επιδρομών από τις αριστοκρατικές οικογένειες για να ρίξουν τον Ρωμανό Δ' Διογένη επειδή αποτελούσε εμπόδιο στα σχέδιά τους, είναι επαρκείς ενδείξεις της κατάστασης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά το 1025.
Η πολιτική και οικονομική παρακμή του Βυζαντίου εκείνα τα έτη δεν αποτελεί μυστήριο: μετά από κάθε ακμή επέρχεται η παρακμή, και η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε ακμάσει. Σε κάθε αυτοκρατορία του κόσμου υπάρχει και διαφθορά, και αυτή βρίσκει πάντα έδαφος σε περιόδους ακμής και ευμάρειας. Η διαφθορά είναι ο κοινός παρονομαστής της παρακμής όλων των μεγάλων αυτοκρατοριών -και η Βυζαντινή δεν αποτελεί εξαίρεση.
Μετά από περίπου δύο αιώνες διακυβέρνησης ηγεμόνων που αποδείχθηκαν, για διάφορους λόγους, ανίκανοι να ανακόψουν και να αντιστρέψουν την παρακμή αυτή, η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατελύθη το 1204, όταν κατά την Δ' σταυφοροφία οι Φράγκοι με τις ευλογίες του Βατικανού και της δημοκρατίας της Βενετίας, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη σηματοδοτώντας το (προσωρινό, όπως αποδείχθηκε) τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Την κατάληψή της ακολούθησε ένα άνευ προηγουμένου πλιάτσικο στα ιερά της και όχι μόνο, που κάνει το αντίστοιχο της κατάληψης της Ζάρα δυο χρόνια νωρίτερα, στα πλαίσια της ίδιας σταυροφορίας, να ωχριά. Ο σκοπός των σταυροφόρων, ειδικά σε εκείνη την επιδρομή, ήταν καθαρά ο προσπορισμός οικονομικού ωφέλους. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι κατά την πρώτη σταυροφορία υπήρχαν θρησκευτικά και ιδεαλιστικά κίνητρα, στις επόμενες, και δη στην τέταρτη, τα κίνητρα και τα αίτια ήταν πολιτικά και οικονομικά, πράγμα που απέδειξαν περίτρανα οι Λατίνοι στις επιδρομές τους στο Βυζάντιο.
Στα εδάφη της διαλυθείσας Βυζαντινής αυτοκρατορίας ιδρύθηκαν πολυάριθμα φραγκικά και ελληνικά κρατίδια, με σημαντικότερα την Λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης και την αυτοκρατορία της Νίκαιας αντίστοιχα. Η τελευταία δεν ήταν το μόνο κρατικό μόρφωμα που διεκδικούσε την ηγεμονία επί των Ελλήνων: η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το δεσποτάτο της Ηπείρου επίσης απέβλεπαν στην ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, με τον ηγέτη της καθεμιας να θεωρεί εαυτόν νόμιμο διάδοχο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων -όπως αυτοαποκαλούνταν οι Βυζαντινοί.
Η κυρίως Ελλάδα και η Μικρά Ασία μετά την τέταρτη σταυροφορία.
Τα Ελληνικά κράτη ανταγωνίζονταν έντονα μεταξύ τους
για την εξουσία επί των ορθόδοξων πληθυσμών.
(πηγή εικόνας: wikipedia.org)
Σχεδόν έξι δεκαετίες μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, την εποχή που η -βραχύβια, όπως αποδείχθηκε- Λατινική αυτοκρατορία είχε αποδυναμωθεί, ένας χαρισματικός ηγέτης ανέλαβε τα ηνία της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και εκπλήρωσε τον σκοπό των ιδρυτών της, την ανακατάληψη της πρωτεύουσας της πάλαι ποτε Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας αυτός -ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους των Βυζαντινών χρόνων- ήταν ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων, Μιχαήλ Η'.
Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος -μια από τις πιο
αμφιλεγόμενες μορφές της Βυζαντινής ιστορίας
(εικόνα: wikipedia.org)
Στη μη-επίτευξή του συνέβαλαν και οι πολιτικές κινήσεις του αυτοκράτορος, που λόγω της αδυναμίας των περισσοτέρων να κατανοήσουν τις διεθνείς συνθήκες και την έννοια της διπλωματίας, δημιούργησαν στις τάξεις του λαού όσο και των κληρικών τόση αντιπάθεια για το πρόσωπό του, που είναι απορίας άξιο πώς κρατήθηκε στην εξουσία. Επρόκειτο αναμφίβολα περί ενός δυναμικού ηγέτη με ατσάλινη θέληση και μεγάλη πολιτική οξυδέρκεια, που, όπως συμβαίνει πολλές φορές με τους μεγάλους ηγέτες, το έργο του δεν αναγνωρίστηκε όσο βρισκόταν εν ζωή.
Παρά ορισμένες άτσαλες κινήσεις του σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο και ορισμένες πράξεις αμφιβόλου ηθικής τις οποίες τέλεσε για να έρθει και να διατηρηθεί στην εξουσία, κατάφερε με τα πεπραγμένα του να εξασφαλίσει στη Βυζαντινή αυτοκρατορία άλλους δύο αιώνες ζωής. Πιθανότατα αν δεν ήταν ο Μιχαήλ αλλά κάποιος άλλος στη θέση του, η ανάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας να αποδεικνυόταν πολύ πιο σύντομη.
Η άνοδος του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου
- Γέννηση και πρώτα χρόνια - Κυβερνήτης της Νίκαιας
Ως τόπος καταγωγής των Παλαιολόγων θεωρείται το Viterbo της Ιταλίας -παρόλο που δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την εν λόγω υπόθεση. Μόνη ένδειξη υπέρ της είναι το όνομα της πόλης, το οποίο έχει, στα Λατινικά, την ίδια έννοια με το επίθετο "Παλαιολόγος" (vetus verbus = παλαιός λόγος). Οι Παλαιολόγοι συναντώνται πρώτη φορά κατά τη διακυβέρνηση του Ρωμανού Δ' Διογένη (βλ. μάχη του Ματζικέρτ), όταν το πρώτο γνωστό μέλος της οικογένειας, ο Νικηφόρος, στράφηκε μαζί με άλλους εναντίον του αυτοκράτορα. Μέλη της οικογένειας έκτοτε ανέλαβαν διάφορα πόστα στα ανώτατα κλιμάκια του Ρωμαϊκού στρατού και συγκαταλέγονταν στους ισχυρότερους στρατιωτικούς της αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ δεν θα αποτελούσε εξαίρεση, και διακρίθηκε ως στρατιωτικός από νεαρή ηλικία
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Βατάτζη στη Νίκαια κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία θεωρούμενος ως συνωμότης κατά του αυτοκράτορος. Δεν μπορούμε να αποφανθούμε ως προς το κατά πόσο αληθείς ήταν οι κατηγορίες. Γεγονός είναι ότι αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων, πράγμα ωστόσο που δεν άλλαξε τη δυσπιστία της αυτοκρατορικής οικογένειας για το άτομό του. Και η οποία, τελικά, αποδείχθηκε δικαιολογημένη.
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Βατάτζη, ο Μιχαήλ υπηρέτησε στον Σελτζουκικό στρατό του Ρουμ ως μισθοφόρος, ενώ σύντομα διορίστηκε αρχηγός των χριστιανών μισθοφόρων του στρατεύματος. Όταν ο διάδοχος του Βατάτζη, Θεόδωρος Β' Λάσκαρης, εκστράτευσε κατά των Βουλγάρων, ανακάλεσε τον Μιχαήλ στη Νίκαια και τον διόρισε διοικητή της Βιθυνίας και της Νίκαιας αφήνοντας κατά μέρους τη δυσπιστία του.
Ο διάδοχος του Ιωάννη Βατάτζη, Θεόδωρος Β' Λάσκαρης.
Η επιλογή του Γεωργίου Μουζάλωνος από εκείνον για τη
θέση του προστάτη του διαδόχου Ιωάννη εξόργισε τον Μιχαήλ.
Ο Μιχαήλ εξοργίστηκε από το γεγονός αυτό. Θεώρησε ότι, κατέχοντας τη διόλου ασήμαντη θέση του διοικητή της Νίκαιας, έπρεπε αν όχι να στεφθεί ο ίδιος αυτοκράτωρ, σίγουρα να κυβερνήσει εκ μέρους του Ιωάννη. Με την επιρροή που είχε ο Μιχαήλ στο στράτευμα ο Μουζάλων δεν επέπρωτο να κυβερνήσει επί μακρόν.
Στο μνημόσυνο του Θεοδώρου ένα εξαγριωμένο πλήθος στρατιωτών εισέβαλε στη μονή όπου βρίσκονταν οι αδερφοί Μουζάλωνες και τους δολοφόνησε με απίστευτη αγριότητα. Ήταν τέτοιο το μένος του πλήθους εναντίον τους που τα κομμάτια του Γεωργίου έπρεπε να μαζευτούν αργότερα σε σάκο για να ταφεί. Είχε προηγηθεί η δολοφονία του γραμματέως του Μουζάλωνος, τον οποίον πέρασαν για τον ίδιο, και όταν συνειδητοποίησαν το λάθος τους εξαγριώθηκαν ακόμα περισσότερο απ'ο,τι πριν, όταν τον γιουχαραν μόλις πλησίασε τον τάφο του Θεοδώρου.
Η οργή των στρατιωτών οφειλόταν πιθανότατα στο ότι δεν τους έδωσε τα χρηματικά ποσά που έδιναν συνήθως οι προσφάτως στεφθέντες αυτοκράτορες ή αυτοί που κυβερνούσαν εκ μέρους τους. Αλλά θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι το πλήθος υποκινήθηκε από τον Μιχαήλ, ο οποίος αργότερα
κυβέρνησε εκ μέρους του Ιωάννη, φυλακίζοντας όσους διαφώνησαν με την προαγωγή του στη θέση του Μεγάλου Δούκα και του Δεσπότη.
Σύντομα (τέλη 1258 ή αρχές 1259) προέβαλε την αξίωση να κυβερνήσει ως πρώτος αυτοκράτορας και ο Ιωάννης ως δεύτερος. Στα μάτια πολλών επρόκειτο περί πραξικοπήματος, αλλά ο Μιχαήλ είχε με το μέρος του το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και του κλήρου και ο Αρσένιος αναγκάστηκε να ενδώσει στην εν λόγω αξίωση, παρά τη διαφωνία του.
Οι αριστοκράτες αποδέχθηκαν με ενθουσιασμό την άνοδο του Μιχαήλ στη θέση του συναυτοκράτορος. Ο Πατριάρχης τον έστεψε με την προϋπόθεση να κρατήσει τη θέση μέχρι την ενηλικίωση του Ιωάννη. Σύντομα καθαιρέθηκε λόγω αντιπαλότητας με τον νέο αυτοκράτορα και θα αναλάμβανε εκ νέου τη θέση του Πατριάρχη το 1261.
- Η μάχη της Πελαγονίας
Σίγουρα τα πράγματα δεν ήταν απλά, καθώς το δεσποτάτο της Ηπείρου με τις συμμαχίες που είχε συνάψει με τα λατινικά κρατίδια της κυρίως Ελλάδας και δυτικούς ηγέτες όπως τον Μανφρεντ της Σικελίας, αποτελούσε κίνδυνο για την αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά σίγουρα ήταν πιο απλά απ'ό,τι για προηγούμενους ηγέτες.
Φοβούμενος μια επερχόμενη ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ο δεσπότης της Ηπείρου, Μιχαήλ Β' Δούκας, προσέγγισε το πριγκιπάτο της Αχαΐας και τον Μανφρεντ της Σικελίας για να στραφεί ενάντια στην αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ο Μιχαήλ της Ηπείρου δεν μπορούσε να δεχθεί ότι επίκειτο η ανακατάληψη της Πόλης από άλλον και ήθελε πάση θυσία να την αναβάλει ή να την ματαιώσει. Έτσι, αφότου πάντρεψε τις κόρες του με μέλη των βασιλικών οικογενειών των Χοχενστάουφεν της Σικελίας και των Βιλλεαρδουίνων της Αχαΐας, στράφηκε εναντίον του Παλαιολόγου.
Να σημειωθεί ωστόσο ότι ο Μάνφρεντ είχε επιτεθεί εναντίον του και είναι πιθανό να πάντρεψε τη κόρη του με εκείνον για να απαλλαγεί απ'την έχθρα του. Γεγονός όμως είναι ότι εκμεταλλεύτηκε τη συμμαχία για να στραφεί ενάντια στους Νικαιάτες.
Λόγω των διαμαχών με τους Γουέλφους, την αντιγερμανική παράταξη της Σικελίας, ο Μανφρεντ δεν μπόρεσε να του στείλει παρά 400 πάνοπλους ιππότες. Αναλογιζόμενοι την συντριπτική ήττα που υπέστησαν 5000 Έλληνες από περίπου 500 Φράγκους ιππότες κατά την μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα το 1205, οι 400 ιππότες που απέστειλε ο Μανφρεντ μάλλον θα ηδύναντο να προξενήσουν βαριές απώλειες σε έναν στρατό πεζών -ακόμα και αν ήταν καλά εξοπλισμένος.
Σταυροφόροι ιππότες. Ένα ολιγάριθμο τμήμα τέτοιων
μπορούσε να προξενήσει μεγάλες απώλειες σε έναν
ελαφρά εξοπλισμένο στρατό πεζών.
(εικόνα: theconservativetreehouse.com)
Όταν οι σύμμαχοι κινήθηκαν προς τη Θεσσαλία οι Νικαιάτες υποχώρησαν, προφανώς επειδή ο Ιωάννης Παλαιολόγος -αδερφός του Μιχαήλ που είχε αναλάβει την καθοδήγηση του στρατεύματος- σκόπευε να τους χτυπήσει σε σημείο στο οποίο θα είχε το στρατηγικό πλεονέκτημα, αλλά και επειδή πόνταρε, κατόπιν συμβουλής του αδερφού του, στο ότι θα ξεσπούσαν αντιδικίες μεταξύ των συμμάχων. Και τελικά ξέσπασαν.
Η συμπεριφορά των Φράγκων ιπποτών απέναντι στους Ηπειρώτες ήταν απίστευτα αλαζονική, καθώς τους θεωρούσαν απόλεμους και εξαρτημένους από τους ίδιους. Εκτός αυτού, ο Μιχαήλ της Ηπείρου φοβόταν ότι ο Μάνφρεντ της Σικελίας -ο οποίος είχε βλέψεις στα εδάφη του- θα στρεφόταν αργά ή γρήγορα εναντίον του, και η αντιπάθεια που έτρεφαν οι Έλληνες και οι Φράγκοι ο ένας για τον άλλον λόγω θρησκευτικών διαφορών δεν άφηνε πολλά περιθώρια αγαστής συνεργασίας. Η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα στους συμμάχους κλόνισε τη συνοχή του στρατεύματος.
Έχοντας επίγνωση της αριθμητικής υπεροχής των Φράγκων, ο Ιωάννης Παλαιολόγος εκμεταλλεύθηκε τον ψυχολογικό παράγοντα για να κερδίσει τη μάχη. Όταν οι δυο στρατοί πλησίαζαν ο ένας τον άλλον στη Πελαγονία (κατά πάσα πιθανότητα κοντά στη σημερινή Καστοριά), ανάγκασε τους ντόπιους να παραταχθούν μαζί με τα κοπάδια τους δίπλα στο στράτευμά του ούτως ώστε να δώσει στους Φράγκους την εντύπωση ότι υπερέχει αριθμητικά.
Παράλληλα, έστειλε έναν δήθεν αυτόμολο στους αντιπάλους του, ο οποίος πληροφόρησε τους ηγέτες τους ότι οι Νικαιάτες ήταν περισσότεροι και καλά εξοπλισμένοι. Ο ίδιος αυτόμολος, πληροφόρησε κατ'ιδίαν τον Μιχαήλ της Ηπείρου ότι οι Φράγκοι είχαν κλείσει μυστική συμφωνία με τους Νικαιάτες και επρόκειτο να τους επιτεθούν. Το τέχνασμα πέτυχε.
Η πιθανότερη θέση της Πελαγονίας
(εικόνα: www.roman-emperors.org)
Ο Μιχαήλ Δούκας αποχώρησε από το πεδίο της μάχης (η οποία σε στρατιωτικό επίπεδο μέχρι τότε περιοριζόταν σε αψιμαχίες μεμονωμένων τμημάτων) μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του τη νύχτα που πληροφορήθηκε την υποτιθέμενη "συμμαχία" των Νικαιατών με τους Φράγκους. Οι Φράγκοι, διαπιστώσαντες την φυγή του, προσπάθησαν να φύγουν και οι ίδιοι αλλά ήταν αργά: τα στρατεύματα του Ιωάννη τους επιτέθηκαν κατά την υποχώρηση. Όσοι δεν σκοτώθηκαν παραδόθηκαν στους Νικαιάτες. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, κυβερνήτης της Αχαΐας.
Επρόκειτο για μια τεράστια επιτυχία των Νικαιατών. Απέδειξαν στους ορθόδοξους πληθυσμούς της κυρίως Ελλάδος ότι οι αιρετικοί Φράγκοι δεν ήταν ανίκητοι, και η πεποίθηση ότι επίκειτο η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης εδραιώθηκε. Τίποτα δεν σταματούσε πλέον τον Μιχαήλ.
- Η συμμαχία με τους Γενουάτες - Συνθήκη του Νυμφαίου
Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο Μιχαήλ χρησιμοποίησε μεγάλο στράτευμα αλλά η απόπειρα απέτυχε παταγωδώς. Είναι πιθανό οι ισχυρισμοί του Ακροπολίτη να οφείλονται σε μεροληψία υπέρ του Μιχαήλ, και η προσπάθεια να παρουσιαστεί ως μικρότερη η αποτυχία να είναι απόρροιά της. Γεγονός είναι ότι ο Μιχαήλ δεν κατάφερε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη το 1260.
Παρόλα αυτά ήταν αποφασισμένος να αναστήσει την Βυζαντινή αυτοκρατορία -και δεδομένης της οικονομικής κατάστασης των αυτοκρατοριών αυτή ήταν η ευκαιρία του. Μια ανακατάληψη της Πόλης θα του εξασφάλιζε τεράστια επιρροή στον ελλαδικό χώρο και εδραίωση της εξουσίας του, καθώς όποιος και αν στρεφόταν εναντίον του θα έβρισκε απέναντί του όσους θα τον θεωρούσαν απελευθερωτή της πάλαι ποτέ πρωτεύουσας των Ρωμαίων.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τα χρόνια της Νίκαιας άλλαξε η εθνική συνείδηση των Βυζαντινών. Ενώ μέχρι πρότινος θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές των Ρωμαίων (εξού και το "Ρωμιός"), μετά τον 12ο αιώνα άρχισαν να θεωρούνται απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι, από εκεί που μέχρι πρότινος ο όρος "Έλλην" ήταν ύβρις και συνυφασμένος με την ειδωλολατρεία, άρχισε να αντιμετωπίζεται ως προσδιορισμός εθνικής καταγωγής.
Ο Μιχαήλ, λοιπόν, επρόκειτο να καταστήσει τους ρωμιούς ή Έλληνες κυριάρχους της Κωνσταντινουπόλεως. Θα επιστράτευε όμως και πολιτικά μέσα.
Η Γένουα συγκαταλεγοταν στα σημαντικότερα κράτη του μεσαίωνα
και αποτελούσε τον κυριότερο αντίπαλο της Βενετίας.
Ο Μιχαήλ δεν θα άφηνε την αντιπαλότητα τους ανεκμετάλλευτη.
(εικόνα: www.medievalists.net)
Συμφώνησε να τους παραχωρήσει το μονοπώλιο του εμπορίου σε όλα τα εδάφη που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του (και όσα θα βρίσκονταν σε μεταγενέστερες περιόδους) απαλλάσσοντάς τους από την υποχρέωση να καταβάλλουν τέλη, και να συνδράμει στρατιωτικά σε περίπτωση πολέμου εναντίον τους, με αντίστοιχη, φυσικά, δέσμευση εκ μέρους των Γενουατών. Εν προκειμένω εξαιρέθηκαν ο Πάπας και ορισμένοι σύμμαχοι της Γενουας. Οι Γενουάτες παραχώρησαν στον αυτοκράτορα έναν στόλο εξήντα πλοίων σε αντάλλαγμα και η συμφωνία όριζε πως σε περίπτωση πολέμου όφειλαν να παράσχουν τουλάχιστον επιπλέον πενήντα πλοία.
Ο Μιχαήλ είχε, ουσιαστικά, ανταλλάξει τη βοήθεια των Γενουατών σε περίπτωση πολέμου με ζημίωση για την αυτοκρατορία, και ουσιαστικά παραχώρηση της οικονομικής ισχύος των ντόπιων εμπόρων στους αντίστοιχους Γενουάτες, οι οποίοι πλέον θα δραστηριοποιούνταν οικονομικά σε αυτήν με μεγαλύτερη ευκολία από τους Έλληνες (και μη-Γενουάτες εν γένει). Τα έξοδα και οι τυχόν απώλειες για εκείνους θα ήταν στο εξής πολύ περιορισμένα.
Η υπογραφή της συνθήκης του Νυμφαίου το 1261 ήταν μια από τις πιο άστοχες κινήσεις του Μιχαήλ σε πολιτικό επίπεδο. Χωρίς να έχει πραγματικά ανάγκη τη βοήθεια των Γενουατών, τους παραχώρησε υπέρμετρα πολλά δικαιώματα στον εμπορικό και ναυτιλιακό τομέα θεωρώντας ότι θα ανακαταλάμβανε την Κωνσταντινούπολη με τη συνδρομή του δικού τους στρατεύματος. Έσφαλε όμως, καθώς η Πόλη επρόκειτο να καταληφθεί με μάλλον ανορθόδοξο τρόπο.
- Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης
Ο -αρχικά διστακτικός- Στρατηγόπουλος, πήρε την απόφαση να εισβάλει τη νύχτα στην Κωνσταντινούπολη κατά παράβαση των εντολών του Μιχαήλ, όταν ανακάλυψε ένα υπόγειο πέρασμα που οδηγούσε στο εσωτερικό των τειχών. Ένα τμήμα των αντρών του, υπό την κάλυψη του σκότους, μπήκε στην Κωνσταντινούπολη από αυτό, έσφαξε τους αιφνιδιασμένους φύλακες των τειχών και άνοιξε μια από τις πύλες για να εισέλθει και το υπόλοιπο στράτευμα.
Όταν οι Λατίνοι συνειδητοποίησαν πως οι Νικαιάτες είχαν μπει στη Πόλη ήταν αργά. Την ώρα που το Βυζαντινό στράτευμα εισέβαλλε στη Πόλη, ο Βαλδουίνος Β' (ο αυτοκράτορας των Λατίνων), (κυριολεκτικά) κοιμόταν, και όταν ειδοποιήθηκε από τους αυλικούς του προτίμησε να να μαζέψει τα πράγματά του αντί να οργανώσει αντεπίθεση. Μπήκε σε πλοίο και έφυγε για την Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα προτού η Πόλη κυριευτεί εξ'ολοκλήρου.
Η Κωνσταντινούπολη κατά την ανακατάληψή της
(εικόνα: wikipedia.org)
Το ξημέρωμα της 25ης Ιουλίου του 1261 βρήκε την Κωνσταντινούπολη υπό Ελληνική κυριαρχία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εναπομείναντες Φράγκοι δεν σφαγιάσθηκαν από τους Έλληνες.
Χάρη στη τύχη και την τόλμη του Αλεξίου Στρατηγόπουλου, ο Μιχαήλ κατέστη παντοδύναμος κυρίαρχος των Ελλήνων και όχι μόνο. Στα μάτια των ορθοδόξων, ήταν ο νικητής των αλλόπιστων Φράγκων και εκείνος που ανέστησε την ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αυτό επρόκειτο να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διατήρησή του στην εξουσία, καθώς τα επόμενα χρόνια θα έπαιρνε αποφάσεις που θα τον καθιστούσαν κάθε άλλο παρά αρεστό στα μάτια του λαού και του κλήρου.
Ο Μιχαήλ Η' αυτοκράτορας του Βυζαντίου
- Η ίδρυση της δυναστείας των Παλαιολόγων
Ο Πατριάρχης Αρσένιος άφησε κατά μέρους τη δυσαρέσκεια που έτρεφε για τον Μιχαήλ επειδή επρόκειτο, πρακτικά, για σφετεριστή της εξουσίας του Ιωάννη Λάσκαρη, και τον έχρισε αυτοκράτορα. Ο μόλις δύο χρονών γιος του, Ανδρόνικος, στέφθηκε συναυτοκράτορας του Μιχαήλ και ο Λάσκαρης παραμερίστηκε. Το όνομά του ούτε καν αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια των τελετών της στέψης και όλα έδειχναν πως σύντομα θα έπεφτε.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Μιχαήλ, που είχε κλείσει στη φυλακή ή εξορίσει ολόκληρες οικογένειες που τάχθηκαν με το μέρος του Ιωάννη Λάσκαρη, διέταξε την τύφλωσή του (την ημέρα, μάλιστα, των γενεθλίων του) και τον περιορισμό του σε μοναστήρι. Η πράξη του αυτή οδήγησε σε σοβαρές εσωτερικές έριδες, ωστόσο η δυναστεία των Παλαιολόγων εγκαθιδρύθηκε, παρά τις όποιες αντιξοότητες.
Ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, Ιωάννης Δ' Λάσκαρης.
(εικόνα: wikipedia.org)
Η αλήθεια είναι ότι οι Παλαιολόγοι δεν ήταν νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου και ότι η εξουσία ανήκε, δικαιωματικά, στους Λασκαρίδες. Λόγω των γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά τους επόμενους δύο αιώνες, οι Παλαιολόγοι ηρωοποιήθηκαν ως οι τραγικές μορφές που αγωνίζονταν για να κρατήσουν την αυτοκρατορία στη ζωή, το τελευταίο προπύργιο ενάντια στην Ισλαμική λαίλαπα προτού πέσει η Κωνσταντινούπολη. Και αυτό αληθεύει. Αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι βρέθηκαν στην εξουσία χάρη στις ενέργειες ενός σφετεριστή.
Οι Παλαιολόγοι, λοιπόν, επρόκειτο να διατηρηθούν στην εξουσία μέχρι την κατάλυση του Βυζαντινού κράτους. Οι εποχές που θα μεσολαβούσαν θα ήταν οι σκληρότερες της ιστορίας της αυτοκρατορίας και το όνομα των Παλαιολόγων θα συνδεόταν με την ηρωική προσπάθεια των Ελλήνων να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, ανεξάρτητα από το πώς ανέβηκε ο Μιχαήλ στην εξουσία.
Ο προαναφερθείς είχε να αντιμετωπίσει σοβαρότατα προβλήματα, τόσο όσον αφορά την εσωτερική, όσο και την εξωτερική πολιτική. Οι εσωτερικές έριδες, η διχόνοια στην εκκλησία και οι θρησκευτικές διαμάχες, η απειλή από τη δύση και, κυρίως, του φοβερού Καρόλου του Ανζού (ή Ανδεγαυού), θα χαρακτήριζαν τις διακυβέρνηση του ιδρυτή της δυναστείας των Παλαιολόγων, καθιστώντας την μια από τις πιο κρίσιμες των χιλίων χρόνων ιστορίας του Βυζαντίου.
Όσο για τον Ιωάννη Λάσκαρη, επρόκειτο να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του τυφλός σε μοναστήρι. Ο γιος και συναυτοκράτορας του Μιχαήλ, Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος, θα τον συναντούσε στα βαθιά του γεράματα ζητώντας του ταπεινωμένος συγνώμη εκ μέρους του πατέρα του για τη φριχτή του πράξη. Θα ήταν όμως αργά.
- Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που ταλάνιζε τον Μιχαήλ, ωστόσο, δεν ήταν η κατάσταση της Κωνσταντινούπολης, αλλά το ενδεχόμενο μιας μεγάλης αντεπίθεσης των δυτικών. Τα αντίπαλα κρατίδια του ελλαδικού χώρου, Λατινικά και Ελληνικά, από μόνα τους δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο κίνδυνο. Οικονομικά παρηκμασμένα καθώς ήταν, και με αδυναμία σχηματισμού αξιόλογης στρατιωτικής δύναμης ή έστω συμμαχίας, όπως αποδείχθηκε στη Πελαγονία, δεν επρόκειτο να επιτεθούν στους Έλληνες. Τι θα συνέβαινε όμως στη περίπτωση στρατιωτικής και οικονομικής υποστήριξης από τον Πάπα και τις δυτικές δυνάμεις;
Η επαναποίκιση της Κωνσταντινούπολης δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια εκ μέρους του Μιχαήλ. Όταν γνωστοποιήθηκε η ανάκτησή της, τα συρρεύσαντα πλήθη των Μικρασιατών και όχι μόνο ήταν αρκετά για να υπερδιπλασιάσουν τον πληθυσμό της. Ο Μιχαήλ ενεθάρρυνε Γενουάτες εμπόρους και στρατιωτικούς να κατοικίσουν στη πόλη, παραχωρώντας τους μάλιστα το παλάτι των Βενετών. Παρότρυνε τους απογόνους των ευγενών της Κωνσταντινούπολης πριν τη σταυροφορία να διεκδικήσουν τους πατρικούς τους οίκους και μετέφερε Τσάκωνες από τη Πελοπόννησο για να αυξηθεί περαιτέρω ο πληθυσμός.
Απεικόνιση της μεσαιωνικής Κωνσταντινούπολης
(εικόνα: www.awesomestories.com)
Η ανοικοδόμησή της επίσης δεν αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα. Αρχικά ο Μιχαήλ επικεντρώθηκε στην ανοικοδόμηση των ναών και των δημοσιων κτιρίων, και έπειτα στην της υπόλοιπης Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα άρχισαν οι προσπάθειες σχηματισμού Βυζαντινού στόλου και λήψης μέτρων για τη περίπτωση μακροχρόνιας πολιορκίας.
Όντας ένας από τους λίγους ηγέτες της εποχής του που κατανοούσαν καλά την έννοια της διπλωματίας, προσπάθησε να συνάψει συμμαχίες με όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη, πέρα από τη Δημοκρατία της Γένουας. Πρότεινε στον Μάνφρεντ της Σικελίας να παντρευτεί την αδερφή του, Άννα, αλλά αρνήθηκε λόγω της δογματικής διαφοράς. Τον ίδιο καιρό, πάντρεψε την ανιψιά του, Άννα Παλαιολογίνα-Καντακουζηνή, με τον γιο του Μιχαήλ Β' Δούκα-Κομνηνού, Νικηφόρο, εξασφαλίζοντας έτσι συμμαχία με το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Την ίδια περίπου περίοδο συνήψε συμμαχίες με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου και αργότερα με το χανάτο της χρυσής ορδής (με το οποίο, βέβαια, αναγκάστηκε να συμμαχήσει λόγω της ήττας του το 1265 στη Θράκη από Μογγολικά στρατεύματα).
Τα σοβαρά προβλήματα για τον Μιχαήλ θα άρχιζαν όταν θα συνειδητοποιούσε την αναγκαιότητα σύναψης συμμαχίας και με τον Πάπα -εν μέσω μάλιστα εσωτερικών διαμαχών. Οι εσωτερικές αυτές διαμάχες θα ήταν απόρροια της αντίθεσης του κλήρου στο πραξικόπημα του Μιχαήλ.
Η τύφλωση και η εξορία του Ιωάννου Λάσκαρη οδήγησε στη πρώτη μεγάλη σύγκρουση του Μιχαήλ με το πατριαρχείο: ο Αρσένιος αφόρισε τον Μιχαήλ Παλαιολόγο και πρακτικά απεσύρθη από τα της εκκλησίας, παραμένοντας μόνο κατ'όνομα πατριάρχης. Παρόλα αυτά δεν απαγόρευσε στον αυτοκράτορα να κοινωνεί και να συμμετέχει στα ιερά της εκκλησίας, και ο Μιχαήλ νόμιζε ότι ο αφορισμός είχε πιότερο συμβολικό χαρακτήρα και ότι σύντομα θα ανακαλούνταν. Έτσι, επέλεξε να ασχοληθεί με την ανάκτηση της κυρίως Ελλάδας και στράφηκε το 1263 ενάντια στο πριγκηπάτο της Αχαΐας με τη βοήθεια των Γενουατών.
Οι Γενουάτες θα αποδεινύονταν προβληματικός σύμμαχος. Καταρχάς, μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και αφότου συνέρρευσαν κατά χιλιάδες σε αυτή, απέκτησαν ίδια επιρροή στους Βυζαντινούς με εκείνη που είχαν οι Βενετοί στους Λατίνους: η οικονομία της Πόλης εξαρτάτο από εκείνους, γίνονταν αλαζονικοί, και οι Έλληνες έμποροι παραμερίζονταν από τους δικούς τους. Η μαζική συρροή των Γενουατών στη Πόλη έπαιρνε ανησυχητικές διαστάσεις δεδομένης της επιρροής τους. Οι Βυζαντινοί τελικά όχι μόνο είχαν οικονομικές απώλειες, αλλά οι δογματικές διαφορές ανάμεσα σε αυτούς και τους Γενουάτες τους έκαναν να αμφισβητήσουν τον συνάψαντα τη συμμαχία με εκείνους.
Εκτός αυτού όμως, οι Γενουάτες δεν έδειχναν ιδιαίτερα πρόθυμοι να στραφούν ενάντια στα Λατινικά κρατίδια της κυρίως Ελλάδος. Για την ακρίβεια, δεν πήραν καν τα πρέποντα μέτρα για την αντιμετώπιση των Βενετικών πλοίων που περιπολούσαν στο Αιγαίο. Όταν τελικά αναγκάστηκαν να στραφούν ενάντια στους Λατίνους, οδήγησαν τον Βυζαντινο-Γενουατικό στόλο σε ήττα στη μάχη του Σεττεπότσι (Σπέτσες), καθώς κατέφθανε στη Μονεμβασιά για να αντιμετωπίσει τον Γουλιέλμο.
Η ήττα αυτή σε συνδυασμό με την αλαζονεία τους έκανε τον Μιχαήλ να αναθεωρήσει το κατά πόσον οι Γενουάτες αποτελούσαν αξιόπιστο σύμμαχο και να ζητήσει την αποχώρηση του στόλου τους από την Κωνσταντινούπολη. Αφορμή στάθηκε η συνωμοσία κάποιου Γουλιέλμου Γκουέρτσιο (Guglielmo Guercio) να παραδώσει τη Πόλη στις δυνάμεις του Μάνφρεντ (όστις είχε αρνηθεί τη συμμαχία με τον Παλαιολόγο και παρέμενε εχθρός τους). Έτσι, μετά από τρία χρόνια συμμαχίας που οι Βυζαντινοί είχαν πληρώσει με οικονομικές απώλειες και εσωτερικές διαφωνίες, οι σχέσεις με τους Γενουάτες διακόπηκαν. Στο μεταξύ ο Μιχαήλ θα αποπειράτο να ανακτήσει την κυρίως Ελλάδα, ξεκινώντας από την Πελοπόννησο.
Αξίζει να εξετάσουμε τη σύγκρουση των Βυζαντινών με τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο.
- Η σύγκρουση με το πριγκηπάτο της Αχαΐας
Ο Πάπας Ουρβανός Δ' απήλλαξε τον Γουλιέλμο από τους όρκους που έδωσε, με το σκεπτικό ότι ο όρκος που δίδεται από έναν αιχμάλωτο με αντάλλαγμα την ελευθερία του δεν μπορεί να θεωρηθεί ιερός και δεν δεσμεύεται να τον τηρήσει. Έτσι, ο Γουλιέλμος άρχισε να συγκεντρώνει στράτευμα για να ανακτήσει τον Μυστρά και τη Μονεμβασιά, ενώ παράλληλα συνήψε συμμαχία με τους Βενετούς. Προσπάθησε, επίσης, να πείσει και άλλους Λατίνους ηγεμόνες να τον βοηθήσουν ενάντια στον Μιχαήλ αλλά δεν το κατάφερε, και έτσι κίνησε μόνος του εναντίον του.
Ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, τοπικός κυβερνήτης των περιοχών της Αχαΐας που πέρασαν στα χέρια των Βυζαντινών, έλαβε γνώση των κινήσεων του Γουλιέλμου και ειδοποίησε τον αυτοκράτορα, ο οποίος του έστειλε τον αδερφό του, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, με ένα στράτευμα που αποτελείτο εν πολλοίς από Τούρκους μισθοφόρους. Η χρήση μισθοφόρων, που ήταν εξ'ορισμού αναξιόπιστοι καθώς θα μπορούσαν να πάνε με τον εχθρό αν τους προσέφερε αξιοπρεπές ποσό, θα αποδεικνυόταν πολύ κακή ιδέα. Από την άλλη οι Μικρασιάτες δεν θεωρούνταν εξίσου πεπειραμένοι και αξιόμαχοι, και ο Μιχαήλ κατά τη θητεία του στο Σουλτανάτο του Ρουμ έμαθε από πρώτο χέρι ότι οι Σελτζούκοι ήταν ικανοί πολεμιστές. Δυστυχώς για τον Μιχαήλ το "ικανός" δεν είναι συνώνυμο του "αξιόπιστος".
Η κυρίως Ελλάδα το 1278. Ο Μιχαήλ κατόρθωσε να ανακτήσει σημαντικό
μέρος της Πελοποννήσου, αλλά η απόπειρά του να την προσαρτήσει
ολόκληρη στην αυτοκρατορία απέτυχε παταγωδώς.
(εικόνα: wikipedia.org)
Η μάχη που πέρασε στην ιστορία ως μάχη της Πρινίτσας (ή Πρινίτζας) ήταν μια από τις πιο ταπεινωτικές ήττες του Βυζαντινού στρατού κατά τους τελευταίους του αιώνες. Με μόλις τριακόσιους άντρες, ο Ιωάννης του Καταβά οδήγησε σε άτακτη υποχώρηση έναν στρατό χιλιάδων. Οι Βυζαντινοί αξιωματικοί αρχικά νόμιζαν ότι θα ήταν μια εύκολη νίκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιωάννης Φιλής (Μέγας Δομέστικος του Βυζαντινού στρατού) θεώρησε το Φραγκικό στράτευμα "προγεματίνσιν γαρ μικρόν" για τους άντρες του, διαπράττοντας έτσι ένα από τα ολεθριότερα σφάλματα που μπορεί να διαπράξει ένας στρατιωτικός -να υποτιμήσει τον εχθρό κρίνοντας απ'τον μέγεθος του στρατού του.
Οι λεπτομέρειες της μάχης δεν είναι γνωστές, και η περιγραφή που δίνεται στο χρονικό του Μορέως (σύμφωνα με το οποίο οι Βυζαντινοί ήταν περίπου είκοσι χιλιάδες) αμφισβητείται έντονα από τους σύγχρονους μελετητές. Δεν έχουμε λόγο όμως να αμφισβητήσουμε το τμήμα της περιγραφής στο οποίο μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια διάλυσης του Φραγκικού στρατεύματος, οι Έλληνες υποχώρησαν άτακτα μέσα απ'τα δάση.
Οι εχθροπραξίες διακόπηκαν προσωρινά με την απόσυρση των Βυζαντινών προς τον Μυστρά για να συνεχιστούν το 1264. Κατά τη διάρκειά τους έλαβαν χώρα δύο γεγονότα που καταρράκωσαν το ηθικό των Βυζαντινών και οδήγησαν, τελικά, στην ήττα τους. Το πρώτο ήταν ο θάνατος του Μιχαήλ Καντακουζηνού σε αψιμαχία στο Μεσισκλή. Ο Καντακουζηνός θεωρούνταν ένας από τους πιο αξιόλογους Βυζαντινούς αξιωματικούς και ήταν αγαπητός στον στρατό λόγω της γενναιότητάς του. Ο θάνατός του αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για τους Βυζαντινούς. Το δεύτερο γεγονός που δυσχέρανε τη θέση των τελευταίων ήταν η προσχώρηση των Τούρκων μισθοφόρων τους στους Φράγκους.
Οι μισθοφόροι είχαν μείνει απλήρωτοι επί έξι μήνες και απαίτησαν την καταβολή του μισθού τους από τον Κωνσταντίνο λίγο μετά την μάχη στο Μεσισκλή. Ο Κωνσταντίνος, αφενός επειδή δεν είχε τη δυνατότητα, και αφετέρου επειδή θεωρούσε πως δεν του είχαν προσφέρει ιδιαίτερες υπηρεσίες εκείνο το διάστημα, αρνήθηκε να τους πληρώσει -πράγμα που τους έστρεψε εναντίον του. Ίσως τελικά να ήταν πιο σοφό να χρησιμοποιηθούν εξ'ολοκλήρου Έλληνες στρατιώτες. Παρόλα αυτά οι Βυζαντινοί δεν πήραν το μάθημά τους και η χρήση μισθοφόρων θα συνεχιζόταν τα επόμενα χρόνια.
Έχοντας τώρα ισχυρότερο στράτευμα, ο Γουλιέλμος κινήθηκε προς τις θέσεις των Βυζαντινών, ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη επειδή, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν πολύ άρρωστος για να συμμετάσχει στη μάχη... Οι Βυζαντινοί υπέστησαν συντριπτική ήττα στο Μακρυπλάγι από το στράτευμα του Γουλιέλμου, παρά την αριθμητική τους υπεροχή. Ο Γουλιέλμος έπιασε αιχμαλώτους, μεταξύ άλλων, διάφορους Βυζαντινούς αξιωματούχους, ανάμεσά τους τον Ιωάννη Φιλή.
Η μάχη του Μακρυπλαγίου σήμανε το τέλος της προσπάθειας του Μιχαήλ Η' να θέσει την Πελοπόννησο υπό Ελληνικό έλεγχο. Οι μάχες είχαν τεράστιο κόστος, σε έμψυχο και μη, δυναμικό, τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους Λατίνους. Παρόλο που ο Γουλιέλμος κατάφερε να εκδιώξει τους στρατιώτες του Μιχαήλ από τα εδάφη του, η επικράτησή του αποτελούσε μια μάλλον Πύρρειο νίκη καθώς έμεινε με ελάχιστους στρατιώτες και η Αχαΐα ερημώθηκε.
Ο Γουλιέλμος θα επεδίωκε, τρία χρόνια, μετά συμμαχία με τον Κάρολο Α' του Ανζού (ή Ανδεγαυό), υπογράφοντας τη συνθήκη του Βιτέρμπο.
- Η απαρχή των εσωτερικών διαμαχών
Το επονομαζόμενο σχίσμα των Αρσενιατών ήταν το πρώτο από τα θρησκευτικής φύσεως προβλήματα που θα χαρακτήριζαν την εσωτερική κατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά την διακυβέρνηση του Μιχαήλ Η'. Αν δεν είχε προηγηθεί η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, που κατέστησε τον τελευταίο αγαπητό στα μάτια τόσο του λαού όσο και του κλήρου, σίγουρα οι αντιδράσεις θα ήταν πολύ σφοδρότερες -και δεν υπήρξαν λίγοι που αντιτάχθηκαν στον αυτοκράτορα. Είναι χαρακτηριστικό ότι και η αδερφή του Μιχαήλ, Ειρήνη, πήρε το μέρος των Αρσενιατων (πράγμα που οδήγησε, φυσικά, στον εγκλεισμό της σε μοναστήρι).
Ο νέος πατριάρχης, Γερμανός Γ', που ανέλαβε τα ηνία το 1265, δεν έγινε αποδεκτός από τον κλήρο. Η αντικατάσταση ενός Πατριάρχη ενώ βρισκόταν εν ζωή ήταν επιεικώς αντικανονική, και η άνοδος του Γερμανού Γ' στη θέση του συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις.
Οι αντιδράσεις δεν προήλθαν μόνο από τον κλήρο και τους κύκλους της αριστοκρατίας, αλλά και από τον απλό λαό: οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας αντιπαθούσαν έντονα τον ανακτήσαντα την Κωνσταντινούπολη μετά τη σκληρότητα που επέδειξε στους πληθυσμούς της που εξεγέρθηκαν όταν τυφλώθηκε ο Λάσκαρης. Η αντικατάσταση του Πατριάρχη αποτέλεσε μια καλή αφορμή να εξεγερθούν εκ νέου.
Στην οργή των Μικρασιατών συνέβαλε και το ότι ο Μιχαήλ παραμέλησε τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας του για να ασχοληθεί με τη δύση. Παρόλο που οι συνθήκες το δικαιολογούσαν, κατεστάθη μάλλον περισσότερο αντιπαθής στα μάτια τους, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την επιβολή βαριάς φορολογίας για την κάλυψη των αυτοκρατορικών αναγκών.
Σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας λοιπόν ξέσπασαν εξεγέρσεις για να φύγει ο Μιχαήλ από την εξουσία μαζί με τον νέο Πατριάρχη. Οι κάτοικοί της, εξάλλου, είχαν ωφεληθεί τα μέγιστα κατά την διακυβέρνηση των Λασκαριδων, που τους εξασφάλισαν μια-κάποια οικονομική ευημερία και τους προστάτευσαν απ'τις τουρκικές επιδρομές, σε αντίθεση με τον Μιχαήλ.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του προαναφερθέντος, οι Τούρκοι, παρά το ότι θεωρητικά βρίσκονταν σε ειρήνη με εκείνον, δημιουργούσαν τεράστιο πρόβλημα στους Έλληνες της Μικράς Ασίας με τις επιδρομές τους. Ο Μιχαήλ προσπάθησε να λάβει τα μέτρα του και έστειλε στράτευμα ενάντια στους Τούρκους, αλλά δεν κατάφερε να τους αντιμετωπίσει -κυρίως επειδή απέφευγαν οι ίδιοι τη μάχη. Οι τουρκικές επιδρομές, η βαριά φορολογία, τα οικονομικά προβλήματα, και οι εσωτερικές διαμάχες, θα ερήμωναν τη Μικρά Ασία μέχρι το τέλος της διακυβέρνησης του Μιχαήλ.
Τα κράτη της κυρίως Ελλάδας και της Μικράς Ασίας κατά το 1265.
Ο Μιχαήλ ήταν μάλλον αδιάφορος για το ανατολικό τμήμα
της αυτοκρατορίας του όσο ήταν απασχολημένος με τη δύση.
(εικόνα: nikosgranturismo5.blogspot.com)
Ο αυτοκράτορας τελικά αναγκάστηκε να αντικαταστήσει ξανά τον Πατριάρχη, πράγμα όμως που προκάλεσε εκ νέου την οργή των εξεγερθέντων όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν επρόκειτο να επανέλθει ο Αρσένιος.
Το σχίσμα των Αρσενιατών θα αποτελούσε μόνο την αρχή των εσωτερικών διαμαχών (μετά από ένα προοίμιο αντίθεσης στη φυλάκιση του Λάσκαρη), οι οποίες θα κορυφώνονταν όταν ο Μιχαήλ θα προσπαθούσε να υποτάξει την ορθόδοξη εκκλησία στον Πάπα για να σώσει την αυτοκρατορία. Δυστυχώς για εκείνον, ο κλήρος και ο λαός δεν κατανοούσαν την έννοια της διπλωματίας. Και, δυστυχώς για το κλήρο και τον λαό, ο Μιχαήλ δεν χαρακτηριζόταν για τον σεβασμό του στην αντίθετη άποψη (πράγμα που επέβαλλαν, άλλωστε, οι συνθήκες). Η περίπτωση του Μανουήλ Ολόβολου είναι χαρακτηριστική.
Ο Μανουήλ Ολόβολος ήταν ένας από τους λόγιους που είχαν πάρει ανοιχτά το μέρος του τυφλωθέντος Ιωάννη Δ' Λάσκαρη όταν παραμερίστηκε από τον Μιχαήλ. Ο τελευταίος, κατά την συνήθη μεσαιωνική τακτική, του ακρωτηρίασε τη μύτη και τα χείλη για παραδειγματισμό και τον φυλάκισε. Όταν έλαβε χώρα το σχίσμα των Αρσενιατών ο Μανουήλ θα έπαιρνε το μέρος του τέως Πατριάρχη. Και για άλλη μια φορά ο Μιχαήλ θα έκανε επίδειξη βαρβαρότητας.
Όταν συνέλαβε τον Ολόβολο μαζί με άλλους επιφανείς Αρσενιάτες, διέταξε, αφότου τους πασαλείψουν με κόπρανα και τους κρεμάσουν εντόσθια ζώων, να τους περιφέρουν δεμένους στην Κωνσταντινούπολη με πρώτο τον Μανουήλ. Έτσι ο κλήρος θα αναγκαζόταν να αποδεχθεί την αντικατάστασή του, έστω και καθαρά λόγω φόβου. Ο Μιχαήλ μπορεί να ήταν δυναμικός κυβερνήτης αλλά δεν ήταν ακριβώς ευγενής χαρακτήρας ή καλόψυχος, και δεν θα δίσταζε να προβεί σε ακραία μέτρα για την διάσωση της αυτοκρατορίας και της θέσης του στην εξουσία.
- Ο κίνδυνος από τη δύση - Η υποταγή στο Βατικανό
Οι Χόχενστάουφεν αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα λόγω της αντιπαλότητάς τους με τον Πάπα και των εσωτερικών διαμαχών με τη φιλοπαπική διάταξη των Γουέλφων, και ήταν μάλλον θέμα χρόνου η πτώση τους. Ο Κάρολος του Ανζού από την άλλη, πιστός καθολικός γαρ, διατηρούσε καλές σχέσεις με το Βατικανό και αυτό ήταν ένα τεράστιο υπέρ για εκείνον.
Με τις ευλογίες του Πάπα λοιπόν ο Κάρολος θα προσπαθούσε να επεκτείνει την αυτοκρατορία του στη Μεσόγειο. Ένα μόλις έτος μετά την επικράτησή του στη Σικελία σύναψε συμμαχία με τον Γουλιέλμο της Αχαΐας και τον έκπτωτο αυτοκράτορα της Λατινικής Κωνσταντινούπολης, Βαλδουίνο, ενάντια στον Μιχαήλ. Η συνθήκη του Βιτέρμπο, όπως πέρασε στην ιστορία, έδειξε στον Μιχαήλ ότι η λήψη μέτρων ενάντια στον Κάρολο ήταν μια επιτακτική αναγκαιότητα.
Ο Κάρολος του Ανζού -ένας αναμφίβολα ικανός ηγεμόνας
και ο μεγαλύτερος εχθρός του Βυζαντινού κράτους.
(εικόνα: www.naples-napoli.org)
Ήδη από όταν ανέβηκε στην εξουσία, ο Μιχαήλ βρισκόταν σε επικοινωνία με το Βατικανό, αλλά ουδέποτε προχώρησε σε σοβαρή προσπάθεια σύμπλευσης με τη θέληση του Πάπα. Οι απαιτήσεις του Βατικανού ήταν υπερβολικές, και δεν μπορούσε να ενδώσει σε αυτές ρισκάροντας την θέση του στην εξουσία χωρίς να συντρέχει σοβαρός λόγος.
Ο Κλήμης Δ' (1265-1268), φερ'ειπείν, ζήτησε κατάργηση των οικουμενικών συνόδων με το σκεπτικό ότι αν ο Πάπας θα ήταν όντως κυρίαρχος δεν θα είχαν κανένα νόημα, γιατί τα όποια προβλήματα θα επιλύονταν από εκείνον. Απαίτησε, παράλληλα, την υιοθέτηση εκ μέρους των ορθοδόξων, των τελετουργικών των καθολικών και τη χρύση άζυμου άρτου. Οι απαιτήσεις του Κλήμη Δ' δεν άφηναν στον Μιχαήλ περιθώρια συνεργασίας, καθώς επιθυμούσε μια τυπική υποταγή στο Βατικανό χωρίς να αλλάξουν τα έθιμα των ορθοδόξων, ώστε να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή από τον λαό του.
Όταν ο Κάρολος άρχισε να προετοιμάζει, ανοιχτά, σταυροφορία κατά των Βυζαντινών με σκοπό την αναβίωση της Λατινικής αυτοκρατορίας, τότε ήταν που ο Μιχαήλ κίνησε γη και ουρανό για να την αποτρέψει και άρχισε τις σοβαρές διαπραγματεύσεις με τους καθολικούς.
Αρχικά ήρθε σε επικοινωνία και με τον βασιλιά της Γαλλίας παρακινώντας τον να συνεργαστεί μαζί του και με άλλες χριστιανικές δυνάμεις για μια νέα σταυροφορία στους αγίους τόπους. Το 1270 ο Λουδοβίκος Θ' κήρυξε μια ακόμα σταυροφορία, όχι επειδή παρακινήθηκε από τον Μιχαήλ (δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να καταλάβει κανείς τους σκοπούς του), αλλά επειδή οι Ισλαμιστές δημιουργούσαν σοβαρότατα προβλήματα στα εναπομείναντα κράτη των σταυροφόρων, με αποκορύφωμα την άλωση της Αντιόχειας το 1268.
Η όγδοη σταυροφορία κατέληξε, όπως και η προηγούμενη, σε αποτυχία. Ο αιφνίδιος θάνατος του πρωτεργάτη της απέτρεψε την συνέχισή της, και ο αδερφός του, ο Κάρολος του Ανζού, άρχισε τις προετοιμασίες για μια εισβολή στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μια κακοκαιρία όμως διέλυσε τον στόλο του και αναγκάστηκε να την αναβάλει εκ νέου -γεγονός που οι Βυζαντινοί απέδωσαν στη Θεία Πρόνοια.
Έχοντας επίγνωση της ανεπάρκειας του στρατού του, ο Μιχαήλ προσπάθησε να αποτρέψει την εισβολή του Καρόλου μέσω διπλωματικών ελιγμών. Οι διαπραγματεύσεις με το Βατικανό λοιπόν εντάθηκαν, οδηγώντας στη πιο τολμηρή -και πιο καταστροφική για την εσωτερική συνοχή της αυτοκρατορίας- απόφαση που έλαβε ο Μιχαήλ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του: την υποταγή της ορθόδοξης εκκλησίας στον Πάπα. Η άνοδος του διαλλακτικού Γρηγορίου Ι' το 1271 ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν.
Ο Πάπας Γρηγόριος Ι' (1210-1276) ήταν πολύ πιο μετριοπαθής
από τους προκατόχους του στους όρους της ένωσης των εκκλησιών.
(εικόνα: www.nndb.com)
Δύσκολο να αποφανθεί κανείς ως προς την ορθότητα αυτής του της κίνησης. Από τη μια θα είχε ως αποτέλεσμα, αν όχι το τέλος της διακυβέρνησής του, καθώς το θρησκευτικό αίσθημα ήταν έντονο στους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, σίγουρα έντονες εσωτερικές διαμάχες. Η αυτοκρατορία, έτσι, θα διαλυόταν εκ των έσω. Συν τοις άλλοις, μια τυπική υποταγή της εκκλησίας στον Πάπα δεν εγγυάτο την αποτροπή της εισβολής του Καρόλου: αν οι ορθόδοξοι πληθυσμοί παρέμεναν "αιρετικοί" παρά την υποταγή της εκκλησίας τους, ο Πάπας θα μπορούσε να επιτρέψει μια εισβολή σε εδάφη "αλλόπιστων" και να ζητήσει μάλιστα τη συνδρομή όσων εκ των κατοίκων τους ήταν με το μέρος του.
Από την άλλη όμως, ο κίνδυνος του Καρόλου ήταν παραπάνω από υπαρκτός. Οι Βυζαντινοί είχαν αποδείξει κατά την εισβολή τους στο πριγκηπάτο της Αχαΐας ότι δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι, ενώ ο Κάρολος υπερείχε, όχι μόνον αριθμητικά, αλλά και από άποψη ποιότητας. Εκτός αυτού, θα είχε και τη στήριξη των περισσότερων ηγεμόνων της Ευρώπης, καθώς είχε άμεση συγγενική σχέση με τους βασιλικούς οίκους της Γαλλίας, είχε τον Πάπα με το μέρος του, και είχε συμμαχήσει με τους εν ελλάδι Φράγκους.
Παράλληλα προσπαθούσε να προσεγγίσει όλα τα γειτονικά κράτη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από αυτά κατάφερε να πάρει με το μέρος το Βουλγαρικό. Ο τότε Τσάρος της Βουλγαρίας, ο Κωνσταντίνος Τιχ, ήταν παντρεμένος με την Μαρία Παλαιολογίνα-Καντακουζηνή, ανιψιά του Μιχαήλ, και ήλπιζε ότι μέσω της συμμαχίας του με τον Παλαιολόγο θα εξασφάλιζε κυριαρχία στη μαύρη θάλασσα. Όταν συνειδητοποίησε ότι ο Μιχαήλ δεν προθυμοποιείτο να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του να του παραχωρήσει τη Μεσημβρία, πήγε με το μέρος του Καρόλου.
Ο Κάρολος έτσι είχε εξασφαλίσει αρκετούς συμμάχους για να στραφεί ενάντια στον Μιχαήλ, και δεδομένης της σχέσης του με το Βατικανό θα ήταν εύκολο για τον εκείνον να επιτεθεί στους Βυζαντινούς στα πλαίσια μιας σταυροφορίας. Οι Έλληνες θεωρούνταν αιρετικοί από τους καθολικούς, και επικαλούμενος τη θρησκεία, ένας ηγεμόνας μπορούσε να εισβάλει οπουδήποτε με τη συγκατάθεση του Πάπα.
Όλα λοιπόν έδειχναν πως αργά ή γρήγορα θα οργανωνοταν σταυροφορία ενάντια στους "αλλόπιστους" Έλληνες από τον βασιλιά της Σικελίας με πρόσχημα τη δογματική διαφορά -μια ακόμα ληστρική επιδρομή στα Ελληνικά εδάφη στο όνομα της θρησκείας για να τεθεί υπό τον Παπικό έλεγχο η Μικρά Ασία και η ανατολική Μεσόγειος.
Δεδομένης, λοιπόν, της κατάστασης, ο Μιχαήλ πόνταρε στο ότι μια τυπική υποταγή στον Βατικανό θα ματαίωνε τα σχέδια του Καρόλου και προέβη σε ένωση των εκκλησιών.
- Η σύνοδος της Λυών
Οι Βυζαντινοί απέστειλαν στη Λυών δύο πλοία, το ένα εκ των οποίων, που μετέφερε δώρα, βυθίστηκε λόγω κακοκαιρίας. Το δώρο όμως της ένωσης της ορθόδοξης εκκλησίας με την καθολική -πρακτικά υποταγή της πρώτης στη δεύτερη καθώς ο Πάπας θα έπαιρνε μόνος του τις αποφάσεις- ήταν πολύ σημαντικότερο για τους συμμετάσχοντες στις διαπραγματεύσεις.
Η Ελληνική αποστολή περιελάμβανε, φυσικά, μόνο επιφανείς και ένθερμους υποστηρικτές του Μιχαήλ. Μεταξύ άλλων απεστάλησαν στη Λυών ο Γεώργιος Ακροπολίτης, το συγγραφικό έργο του οποίου θα αποτελούσε κατά τους επόμενους αιώνες μια απ'τις κυριότερες πηγές για τις συνθήκες της εποχής, και ο πρώην Πατριάρχης Γερμανός Γ'. Άλλο εξέχον μέλος της αποστολής ήταν ο αρχιεπίσκοπος της Νίκαιας, Θεοφάνης.
Στο μεταξύ η απόφαση του αυτοκράτορος είχε προκαλέσει σφοδρότατες αντιδράσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας: ο Πατριάρχης Ιωσήφ δήλωσε ότι ουδέποτε θα υπέγραφε την απόφαση ένωσης των εκκλησιών, και όταν βρήκε στο πλευρό του το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου ο Μιχαήλ εξαπέλυσε διωγμούς ενάντια στους αντιφρονούντες -χωρίς να τολμήσει ωστόσο να βλάψει τον ίδιο τον Πατριάρχη. Απαίτησε, παράλληλα, από τον εξεγερθέντα λαό της Κωνσταντινούπολης τα ενοίκια δώδεκα ετών, με το σκεπτικό ότι εφόσον την ανέκτησε ο ίδιος του ανήκε, με αποτέλεσμα να αρχίσει να ερημώνεται.
Οι διαπραγματεύσεις παρόλα αυτά συνεχίστηκαν, και η πρώτη συγκέντρωση των εκπροσώπων έλαβε χώρα την 7η Μαΐου του 1274. Στις διαπραγματεύσεις αυτές ήταν παρόντες εκπρόσωποι όλων των σημαντικών και μη βασιλείων της Ευρώπης, θεολόγοι, ορθόδοξοι και καθολικοί κληρικοί, τόσοι πολλοί που λόγω του συνωστισμού οι εκπρόσωποι του Πάπα έδωσαν άδεια στους μη-προσκεκλημένους να αποχωρήσουν με τις ευλογίες του προαναφερθέντος. Συνολικά παρακολούθησαν τη σύνοδο περισσότεροι από 500 επίσκοποι.
Η θέση της Λυών σε σύγχρονο χάρτη.
(εικόνα: kids.britannica.com)
Οι Βυζαντινοί δέχθηκαν να ενωθεί η εκκλησία τους με την Καθολική. Παρέδωσαν στους εκπροσώπους του Βατικανού δήλωση υποταγής του Μιχαήλ Παλαιολόγου και επιστολές εκ μέρος των Βυζαντινών κληρικών οι οποίες αποδέχονταν την ένωση. Ο Μιχαήλ στην δήλωσή του αναγνώριζε τον Πάπα ως επικυρίαρχο της ορθόδοξης εκκλησίας, αποδεχόταν τις Ρωμαϊκές διδασκαλίες και υποσχόταν συμμαχία και υποταγή στη θέληση του Πάπα, πλην όμως ζητούσε την διατήρηση των ορθόδοξων εθίμων στις λειτουργίες. Το αίτημα το Μιχαήλ έγινε αποδεκτό, προφανώς για να αποφευχθούν διαφωνίες που θα ματαίωναν την ένωση.
Το σύμβολο της Πίστεως αναγνώστηκε στα Ελληνικά και στα Λατινικά, περιλαμβάνοντας και τη Filioque, την οποία οι ορθόδοξοι άλλοτε απέρριπταν μετά βδελυγμίας. Ο Πάπας Γρηγόριος έβγαλε έναν εγκωμιαστικό λόγο για τους (μέχρι πρότινος "αλλόδοξους") Έλληνες, αναγνωρίζοντας την συνεισφορά τους στην διάδοση του χριστιανισμού και την επιρροή των θρησκευτικών τους πατέρων στη διαμόρφωση της εκκλησίας, και αποδεχόμενος αυτούς ως ομόδοξους.
Με το πέρας της συνόδου τον Ιούλιο του 1274 η ορθόδοξη εκκλησία θεωρείτο ενωμένη με την καθολική. Αυτό προκάλεσε την αβυσσαλέα οργή των ορθόδοξων, που πλέον ήθελε πάση θυσία τη πτώση του Μιχαήλ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανιψιά του Μιχαήλ, η παντρεμένη με τον Τσάρο της Βουλγαρίας Μαρία Παλαιολογίνα-Καντακουζηνή, παρακινούσε τον άντρα της να επιτεθεί στη Βυζαντινή επικράτεια παίρνοντας με το μέρος του τους ανθενωτικούς (πράγμα που μετά τις επιδρομές των συμμάχων του Μιχαήλ της Χρυσής Ορδής, στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, δεν διανοήθηκε να διαπράξει ο Βούλγαρος μονάρχης).
Ο ανθενωτισμός ήταν πολύ έντονος και οι εξελίξεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας θα ήταν ραγδαίες.
- Οι εσωτερικές αντιδράσεις στην ένωση των εκκλησιών - Οι διαμάχες ανάμεσα στα Ελληνικά βασίλεια
Με την λήξη της συνόδου της Λυών, ο Πατριάρχης Ιωσήφ παραιτήθηκε του αξιώματός του. Την θέση του ανέλαβε ο Ιωάννης Βέκκος, θεωρώντας (ή προσποιούμενος) ότι η υποταγή στο Βατικανό δεν θα επηρέαζε την λειτουργία της ορθόδοξης εκκλησίας, καθώς τα έθιμα θα παρέμεναν ως είχαν και η επικυριαρχία του Πάπα σε αυτήν ήταν πιότερο τυπική απ'ό,τι πρακτική. Οι ενωτικοί διατείνονταν ότι δεν χρειαζόταν να ζητάνε την άδεια των καθολικών για τα ζητήματα της εκκλησίας τους και ότι η πίστη των ορθόδοξων έμενε απαράλλαχτη -ισχυρισμοί που δεν έγιναν πιστευτοί από τον λαό και τελικά εξεγέρθηκε.
Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Β' Δούκα, το δεσποτάτο της Ηπείρου είχε διασπαστεί σε δύο τμήματα: στο ένα, με έδρα την Άρτα, κυβερνούσε ο γιος του, Νικηφόρος, και στο άλλο ο νόθος γιος του, Ιωάννης Α', με έδρα τη Νέα Πάτρα. Τόσο το δεσποτάτο της Ηπείρου όσο και το δουκάτο των Νέων Πατρών αποτέλεσαν πόλο έλξης των αντίθετων στην ένωση ορθόδοξων. Έτσι, το κατεξοχήν λατινόφιλο (βλ. μάχη Πελαγονίας) κράτος της Ηπείρου μετατράπηκε σε αντιλατινικό υπερασπιστή της ορθοδοξίας, παρά την διατήρηση των συμμαχιών με τις Φραγκικές δυνάμεις.
Ταυτόχρονα με τον ανελέητο διωγμό που εξαπέλυσε ενάντια στους ανθενωτικούς, καταδικάζοντας με αφορισμό όποιον διαφωνούσε με την ένωση, κόβωντας γλώσσες, τυφλώνοντας και φυλακίζοντας αντιφρονούντες και απειλώντας με θανατική ποινή όποιον διάβαζε λιβελλους εναντίον του, ο Μιχαήλ επιτέθηκε στα εδάφη της Θεσσαλίας και πολιόρκησε το 1275 τη Νέα Πάτρα.
Ο Ιωάννης ο νόθος κατέφυγε στην αυλή του Φράγκου ηγεμόνα των Αθηνών, Ιωάννη Ντε λα Ρος, ο οποίος του προσέφερε βοήθεια ενάντια στον Μιχαήλ. Συνολικά οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν τρεις φορές μέχρι το 1277 στο δουκάτο των Νέων Πατρών χρησιμοποιώντας ακόμα και Μογγολικά στρατεύματα, αλλά αποκρούστηκαν σε κάθε περίπτωση. Η τελευταία απόπειρα έληξε με οικτρή ήττα των Βυζαντινών στρατευμάτων στα Φάρσαλα. Την ίδια περίπου εποχή ο Ιωάννης συγκάλεσε εκκλησιαστική σύνοδο στα εδάφη του, στην οποία αφόρισε τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και τον Ιωάννη Βέκκο, οι οποίοι με τη σειρά τους αφόρισαν τον Ιωάννη.
Η τρομοκρατία του Μιχαήλ είχε εξωθήσει τους υπηκόους του στο να καταφύγουν στα γειτονικά βασίλεια ελπίζοντας να φύγει απ'την εξουσία. Καμιά φορά οι κινήσεις που κάνει ένας ηγέτης για να σώσει το κράτος και τον λαό του έχουν ως αποτέλεσμα να καταστεί μισητός στα μάτια του, και δη αν αυτές απαιτούν χρήση βίας για την επιβολή τους.
- Σχέσεις Βατικανού-Μιχαήλ μετά τη Λυών - Ο κίνδυνος του Καρόλου δριμύτερος
Ο Πάπας απαίτησε από τον Μιχαήλ και τον ορθόδοξο κλήρο να ορκιστούν εκ νέου υποταγή στο Βατικανό, να ασπαστούν τα καθολικά πιστεύω, και να αποδεχθούν την πρωτοκαθεδρία του Πάπα. Ο Βυζαντινός κλήρος ενέδωσε στις απαιτήσεις, ενώ στο εξής θα επιβαλλόταν, όπως αναφέραμε προηγουμένως, ποινή αφορισμού στους αντιφρονούντες, υποχρεωτικά.
Ενώ με την ένωση των εκκλησιών τα σχέδια του Καρόλου προσωρινά πάγωσαν, μετά τον θάνατο του Γρηγόριου Ι' άρχισε εκ νέου τις προετοιμασίες για μια εισβολή στη Βυζαντινή επικράτεια. Αυτή τη φορά θα εκμεταλλευόταν την επιρροή του στην Αλβανία, όπου είχε κατακτήσει σημαντικές περιοχές, αλλά και στο δεσποτάτο της Ηπείρου, όπου ο Νικηφόρος έγινε υποτελής του (παρά τον "αντιλατινισμό" που συσπείρωσε γύρω του πολλούς ανθενωτικούς).
Η δύναμη που συγκέντρωνε στα χέρια του ο Κάρολος άρχισε να αποτελεί πονοκέφαλο για τους ηγέτες της καθολικής εκκλησίας: σε περίπτωση που ο Κάρολος κατακτούσε την Κωνσταντινούπολη θα αποκτούσε τόσο μεγάλη δύναμη στη Μεσόγειο που θα μπορούσε να επιβάλλει ο ίδιος τη θέλησή του στο Βατικανό.
Ο Μάνφρεντ της Σικελίας αποτελούσε μεν κίνδυνο για το Βυζάντιο, αλλά το Βατικανό αδιαφορούσε γιατί ήξερε πως δεν θα μπορούσε να το βλάψει, και ακόμα και αν το κατάφερνε αυτό θα ήταν προσωρινό λόγω της αντιπαλότητάς του με τον Πάπα και κατ'επέκτασιν όσους ήταν με εκείνον. Δεν ίσχυε το ίδιο με τον Ανζού: ο Κάρολος είχε συνάψει συμμαχίες με τις σημαντικότερες δυνάμεις της Μεσογείου και αν επικρατούσε και στην Κωνσταντινούπολη η καθολική εκκλησία δεν θα ήταν σε θέση να του επιβληθεί.
Έτσι, το Βατικανό, και συγκεκριμένα ο Πάπας Νικόλαος Γ', απαγόρευσε στον Κάρολο να κινηθεί ενάντια στο Βυζάντιο. Σε αντάλλαγμα όμως απαίτησε νέα ομολογία πίστης από τον Μιχαήλ και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ατομικούς όρκους των μελών του κλήρου, καθώς και αποδοχή της εγκατάστασης παπικής αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη στην οποία θα λογοδοτούσαν οι ορθόδοξοι κληρικοί. Οι απαιτήσεις αυτές ήταν πολύ μεγάλες και ο Μιχαήλ, αντί να επιβάλει την αποδοχή τους δια της τρομοκρατίας, συγκάλεσε το 1279 σύνοδο της ορθόδοξης εκκλησίας.
Ο Πάπας Νικόλαος Γ' (1225-1280).
(εικόνα: www.dromo.info)
Κατά τη διάρκεια της συνόδου αυτής τόνισε τον κίνδυνο του Καρόλου και ότι ο Νικόλαος σε περίπτωση μη-αποδοχής θα τον έβαζε να επιτεθεί, αλλά άφησε στη θέληση του κλήρου την αποδοχή ή μη των απαιτήσεων. Εξάλλου, οι εσωτερικές διαμάχες ήταν ήδη αρκετά έντονες. Αντί τα μέλη του κλήρου να δώσουν ατομικούς όρκους επέλεξαν να αποδεχθούν κάποιες από τις απαιτήσεις με μια γενικόλογη επιστολή. Επειδή δεν την υπέγραψαν όλοι, ο Μιχαήλ έβαλε ανθρώπους του να πλαστογραφήσουν υπογραφές αποθανόντων ή και τελείως ανύπαρκτων μελών του κλήρου, και την απέστειλε στον Νικόλαο. Αν και δεν έμεινε ικανοποιημένος, δεν αποδέσμευσε τον Κάρολο από την υποχρέωσή του να μην επιτεθεί.
Ο Κάρολος θεώρησε ότι με τον θάνατο του Νικόλαου Γ' το 1280 δεν είχε καμία υποχρέωση να παραμείνει αδρανής. Ο αξιωματούχος του στην Αλβανία, Χιουγκο ντε Σαλλί, επιτέθηκε στη Βυζαντινή επικράτεια και προέβη σε πολιορκία του Βερατίου (Berat). Το Βεράτιο ήταν ένα σημείο στρατηγικής σημασίας για τους Βυζαντινούς καθώς όποιος το καταλάμβανε θα μπορούσε να εισβάλει στη Θεσσαλία με ευκολία και σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν ανοιχτός ο δρόμος προς την Κωνσταντινούπολη. Μια κατάληψή του από τις δυνάμεις του Καρόλου θα ήταν η αρχή του τέλους για τους Βυζαντινούς.
Η επίθεση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1280 και έληξε στις αρχές του επόμενου έτους, παραδόξως με νίκη των Βυζαντινών: κατά τη διάρκεια των αψιμαχιών που ξεκίνησαν όταν πλησίαζε το Βυζαντινό στράτευμα (το οποίο είχε εντολή να μην συγκρουστεί ανοιχτά με τις αντίπαλες δυνάμεις), μια μονάδα Τούρκων μισθοφόρων έστησε ενέδρα στον ντε Σαλλί και τον συνέλαβε. Στις δυνάμεις του επικράτησε πανικός: το στράτευμα των 8000 ανδρών του Ανζού διαλύθηκε όταν μαθεύτηκε η σύλληψη του αρχηγού του, με τους Φράγκους να υποχωρούν άτακτα μέσα απ'τα δάση. Αυτή τη φορά οι Βυζαντινοί δεν είχαν λόγο να μετανιώσουν για τη χρήση Τούρκων μισθοφόρων.
Μετά την παταγώδη αποτυχία του στρατεύματός του στο Βεράτιο, ο Κάρολος προέβη σε συμμαχία με τη Βενετία ενάντια στους Βυζαντινούς. Η υπογραφή της συνθήκης του Ορβιέτο το 1281 ανάγκαζε τους Βενετούς να παράσχουν στόλο στον Κάρολο για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στην εξουσία θα ερχόταν ο γιος του Βαλδουίνου Β΄, Φίλιππος του Κουρτεναί ως υποτελής του Καρόλου. Με την έγκριση του Πάπα Μαρτίνου Δ', ο οποίος αφόρησε τον Μιχαήλ και απαγόρευσε στους χριστιανούς ηγεμόνες να τον βοηθήσουν, οι σύμμαχοι θα επιτίθεντο στη Βυζαντινή αυτοκρατορία δίνοντάς της ένα τελειωτικό χτύπημα.
Ένα αναπάντεχο γεγονός όμως θα ματαίωνε, για άλλη μια φορά, τα μεγαλεπίβολα σχέδια του Καρόλου.
- Ο Σικελικός εσπερινός - Το τέλος του Μιχαήλ
Αφορμή για την Σικελική αντιφραγκική εξέγερση που πέρασε στην ιστορία ως Σικελικός εσπερινός, στάθηκαν οι χειρονομίες Γάλλων στρατιωτών σε γυναίκες στο Παλέρμο κατά τη διάρκεια του εσπερινού της Δευτέρας του Πάσχα του 1281, που εξώθησαν τους κατοίκους στο να τους σκοτώσουν πυροδοτώντας μια επανάσταση που θα εξαπλωνόταν από πόλη σε πόλη.
Χωρίς να μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο με σιγουριά, ο Σικελικός εσπερινός θεωρείται αποτέλεσμα της παρέμβασης πρακτόρων του Μιχαήλ και του Πέτρου Γ' της Αραγονίας (γαμπρού του Μάνφρεντ της Σικελίας) στα εσωτερικά της κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο Ιταλός διπλωμάτης και πολιτικός Ιωάννης της Προκίδας ήρθε σε επικοινωνία με τον Μιχαήλ Παλαιολόγο ζητώντας του χρηματική υποστήριξη για να προκαλέσει επανάσταση ενάντια στον Κάρολο στη κάτω Ιταλία.
Ο Ιωάννης ήταν από τα σημαντικότερα πολιτικά πρόσωπα της εποχής, και είχε στερηθεί όλα του τα αξιώματα επί Καρόλου. Με τη προσφυγή του στον μεγάλο του αντίπαλο απέβλεπε στο να εκδικηθεί για τα όσα περνούσε ο λαός του και, προφανώς, για τα αξιώματα που του στέρησε ο Κάρολος για να φέρει άλλους στη θέση του. Έτσι, με τις ευλογίες του Μιχαήλ και του μόνου του καθολικού συμμάχου, την Αραγονία, συγκέντρωσε μέλη της αριστοκρατίας της κάτω Ιταλίας και τα έπεισε να οργανώσουν εξέγερση κατά των Ανζού.
Το κατά πόσον η εξέγερση των Σικελών ήταν αποτέλεσμα της προσέγγισης του Μιχαήλ από τον Ιωάννη της Προκίδας δεν μπορεί να εξακριβωθεί. Ο Πάπας Μαρτίνος όμως τον αφόρισε εκ νέου, όπως και τον Πέτρο Γ', επειδή τον θεωρούσε υπεύθυνο για τα συμβάντα -τέτοια ήταν η επιρροή του Καρόλου στο Βατικανό πια. Γεγονός είναι ότι η εξέγερση αυτή απέσπασε, αναγκαστικά, την προσοχή και τα στρατεύματα του Καρόλου, και ο επακολουθήσας πόλεμος με την Αραγονία δεν του επέτρεψε να εισβάλει σε Ελληνικά εδάφη.
Ο Μιχαήλ πέθανε στις 11 Δεκεμβρίου το 1282, έχοντας επιτύχει κατά τα είκοσι χρόνια που παρέμεινε στον Βυζαντινό θρόνο να του χαρίσει τα δεκαπλάσια χρόνια ζωής. Μισητός καθώς ήταν, δεν θάφτηκε με τις πρέπουσες βασιλικές τιμές. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος.
Επίλογος
Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος υπήρξε αναμφίβολα ένας δυναμικός αυτοκράτορας. Αφότου κατέλυσε το Λατινικό κράτος της Κωνσταντινούπολης έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να εξασφαλίσει την επιβίωση της ανασυσταθείσας Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ακόμα και αν αυτό προϋπέθετε τη χρήση αθέμιτων ή και βάρβαρων μέσων.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του διέπραξε αναμφίβολα πολλά σφάλματα, όπως τέλεσε πράξεις αμφιβόλου ηθικής. Η αγριότητα με την οποία παραμέρισε τον νόμιμο διάδοχο του θρόνου, η άτσαλη διαχείριση των οικονομικών πόρων της αυτοκρατορίας, η σύγκρουση με την Αχαΐα, και η τρομοκρατία που εξαπέλυσε στον ίδιο του το λαό, είναι μερικά μόνο από αυτά. Αλλά είναι εξίσου αναμφίβολο και ότι ένας ηγέτης σε δύσκολους καιρούς είναι αναγκαίο να προβεί στη λήψη ακραίων μέτρων για να εξασφαλίσει τη θέση και το κράτος του.
Κατανοούσε την έννοια της διπλωματίας καλύτερα από οποιονδήποτε ηγέτη της εποχής του, και πάντοτε προηγείτο της επιβολής δια των όπλων. Παράλληλα όμως υπήρξε άριστος στρατιωτικός και γνώστης της ψυχολογίας των αντιπάλων του, και την εκμεταλλευόταν προς όφελός του.
Ήταν ίσως ο μόνος Βυζαντινός ηγεμόνας που έβαλε την αυτοκρατορία πάνω από τη θρησκεία που τη χαρακτήριζε. Με πλήρη επίγνωση των αντιδράσεων που θα επακολουθούσαν, υπέταξε την ορθόδοξη εκκλησία στην καθολική ενάντια στη θέληση του κλήρου και του λαού του, για να εξασφαλίσει την εδαφική ακεραιότητα του κράτους του -πράγμα που πέτυχε.
Καθυστερώντας την εισβολή του μεγάλου του αντιπάλου στα εδάφη του, πέτυχε την πλήρη ματαίωσή της και παρέδωσε στον διάδοχό του ένα βασίλειο μεγαλύτερο από εκείνο που παρέλαβε, έχοντας ανακτήσει σημαντικά τμήματα του ελλαδικού χώρου. Είναι πολύ πιθανό ότι αν κυβερνούσε κάποιος άλλος στη θέση του η ανασύσταση της αυτοκρατορίας θα αποδεικνυόταν πολύ πιο πρόσκαιρη.
Η δυναμικότητα, η οξυδέρκεια και η ατσάλινη θέλησή του, του εξασφάλισαν μια περίοπτη θέση στο πάνθεον των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Όμως, όπως συμβαίνει με πολλούς σπουδαίους ηγέτες, το έργο του δεν αναγνωρίστηκε όσο βρισκόταν εν ζωή.
--------------------------------------------------------
Ιστορία του Ελληνικού έθνους (Παπαρρηγόπουλος), τόμος Ε'
Ιστορία του Ελληνικού έθνους (εκδοτική Αθηνών), τόμος Θ'
https://en.wikipedia.org/wiki/Michael_VIII_Palaiologos
https://el.wikipedia.org/wiki/Μιχαήλ_Η´_Παλαιολόγος
Deno Geanakoplos - Michael Palaiologus
Ν. Κακαβελάκης - Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (Στρατιωτική ιστορία, τ. 32)
https://de.wikipedia.org/wiki/Michael_VIII.
https://en.wikipedia.org/wiki/Charles_I_of_Naples
Η σύνοδος της Λυών (αρχείο pdf)
https://en.wikipedia.org/wiki/Empire_of_Nicaea
Σ. Σκαρμίντζος - Η μάχη της Πελαγονίας 1259 (Ιστορικές σελίδες, τ. 33)
Το χρονικόν του Μορέως
https://en.wikipedia.org/wiki/Byzantine_Empire_under_the_Angelos_dynasty
Michael VIII. Palaiologos, Kaiser von Byzanz
http://www.manfred-hiebl.de/mittelalter-genealogie/_byzanz/l/laskaris.html
Αναστασία Κοντογιαννοπούλου - Το σχίσμα των Αρσενιατών (1265-1310)
http://www.ime.gr/CHRONOS/10/gr/index.html
https://en.wikipedia.org/wiki/John_of_Procida
--------------------------------------------------------
©Γιώργος Μαλανδράκης
Με επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος
Πολύ καλή δουλειά!
ΑπάντησηΔιαγραφή